Το τέταρτο άλογο
” Πείτε πως είστε ένα από τα χάλκινα άλογα και περιγράφετε σε μία παράγραφο την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204..” κάπως έτσι ήταν η εκφώνηση μιας άσκησης στο μάθημα της Ιστορίας και μετά από κάμποσο καιρό προέκυψε το διηγηματάκι..
Εδώ σας έχω και λινκάκια σε περίπτωση που θέλετε να θυμηθείτε με περισσότερες λεπτομέρεις τα ιστορικά γεγονότα:
Δ’ Σταυροφορία
Η 4η Σταυροφορία
*** *** ***
<< Καλά να πάθουν! >>, είπε
μέσα από τα δόντια της και ανάμεσα στον κόσμο που έσπρωχνε τρομαγμένος
φώναξε και χάθηκε προς τα βόρεια, << Οι προδότες! >>.Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο στο στενό πέτρινο καλντερίμι. Εμείς κατεβαίναμε προς το κέντρο της Πόλης έχοντας τη βουή του κινδύνου στα αυτιά και τις καρδιές μας. Οι άλλοι κινούνταν μουδιασμένοι από μεγάλο τρόμο προς το αντίθετο ρεύμα, ώστε να βρεθούν στο βόριο κομμάτι, στα τείχη που έβλεπαν τη Θράκη.
Είχαν έρθει από τις πρώτες ώρες της ημέρας, τότε που χάραζε το χρυσό τόξο του ο ήλιος κι έθετε τα όρια ανάμεσα σε γη και ουρανό. Ο αυτοκράτορας τους περίμενε ήδη εδώ και καιρό, πριν την 9η Απριλίου ακόμα, όταν εμφανίστηκαν πρώτη φορά. Η δεύτερη αυτή επίθεση ήταν απολύτως αναμενόμενη, γι’ αυτό κι εκείνος είχε διατάξει να στήσουν τη σκηνή του δίπλα από τα τείχη που αγκαλιάζονταν από τον Κόλπο.
Εκείνο το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί σαν να το αισθανόταν πως το ξημέρωμα η λαμπερή Κωνσταντινούπολη θα άλλαζε για πάντα. Στην πραγματικότητα θα έκανε τα πρώτα βήματα στη μεγάλη κατηφόρα. Το βλέπαμε όλοι, αλλά πάντα ελπίζαμε…
Όταν είδε τα καράβια ειδοποίησε τους πιο κοντινούς του και το έσκασαν, όπως είχανε κάνει και οι προηγούμενοι. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο για να βοηθήσουν. Προτίμησαν τουλάχιστον να σώσουν τους εαυτούς τους .
Κι έπειτα ήρθε η οχλοβοή. Μια βαριά και σπαρακτική οχλοβοή σε συνδυασμό με το επιτακτικό κάλεσμα των σαλπίγγων. Ακολούθησαν ουρλιαχτά και ποδοβολητά και κραυγές που ήταν ικανές να ξεριζώσουν και στήθια και αυτιά. Έτσι άνοιξα τα μάτια λίγα λεπτά πριν έρθει ο Κωνσταντίνος, ο ιππότης που υπηρετούσα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν είπε τίποτα και ούτε φαινόταν φοβισμένος. Μόνο τα μάτια του πετούσαν φλόγες, όπως σε κάθε μας μάχη. Σε κάθε μας κοινό αγώνα.
Μα ήθελα να του πω πως πρώτη φορά ο θάνατος μας έβρισκε τόσο ταπεινωτικά πίσω από τα θεώρατα και ξακουστά τείχη. Και πόσο δύσκολο να παλεύεις και να ξέρεις πως το τέλος θα γραφεί με το δικό σου μελάνι…
Τώρα λοιπόν, βρισκόμασταν σε αυτό το πέτρινο κατηφορικό δρομάκι με προορισμό την κεντρική πλατεία, την ευθεία σύγκρουση με τον εχθρό. Μερικοί ανάμεσα από τα αναφιλητά και τα σταυροκοπήματά τους, έκαναν στην άκρη όσο μπορούσαν, για να μας διευκολύνουν. Πίσω άκουγα τα δυνατά βήματα των υπόλοιπων συντρόφων. Το σίδερο στην πέτρα. Τουλάχιστον δεν ήμασταν μόνοι μας. Ακόμα και στο τέλος είχαμε ο ένας τον άλλο. Η παρουσία έδινε την ενέργεια για τα επόμενα βήματα.
Λίγο πιο δυτικά από το αυτοκρατορικό βασίλειο και τον ιππόδρομο. Μια ανάσα πριν την άμεση έκθεσή μας στους Λατίνους. Τους ακούγαμε, είχαν ήδη οργώσει το νότιο μέρος. Στο τέρμα του μισοσκότεινου περάσματος μπορούσαμε πια να τους δούμε ολοκάθαρα. Η πρώτη αντίδραση πάντα είναι ένα σφίξιμο στη καρδιά. Ψέματα λένε αυτοί που το αρνούνται. Ο υπέρτατος φόβος πάντα υπάρχει αυτή τη πρώτη στιγμή. Όσες μάχες κι αν δώσεις. Όσους διαφορετικούς εχθρούς κι αν νικήσεις, πάντα θα φοβάσαι στην καινούργια μάχη. Η μόνη διαφορά είναι πως πνίγεις το τρέμουλο στη καρδιά σου και προχωράς. Έτσι κι εγώ με τον Κωνσταντίνο τώρα.
Μία στιγμή πριν ξεχυθούμε στο πλακόστρωτο, ένιωσα το σταθερό χέρι του να ακουμπά καθησυχαστικό στον λαιμό μου. Μετά έσκυψε στο αυτί μου και ψιθύρισε τις τελευταίες λέξεις που άκουσα ποτέ από το στόμα του: << Εμείς κορίτσι μου δε φοβόμαστε τόσο πολύ τον θάνατο ε; >>.
Αισθάνθηκα μια βεβιασμένη κίνηση. Άνοιξε το δερμάτινο πουγκί που ήταν δεμένο πάνω μου. Έβγαλε τον ολόχρυσο σταυρό του και τον τοποθέτησε προσεκτικά στο εσωτερικό του. Με χτύπησε απαλά στα πλευρά και με ένα ουρλιαχτό βγήκαμε στον ανοιχτό χώρο. Αμέσως ήμασταν περιτριγυρισμένοι από ένα θέαμα πρωτόγνωρο. ΟΙ εχθροί έσερναν με μανία όσα περισσότερα λάφυρα μπορούσαν λες και τους είχε κάνει μάγια ο χρυσός. Σκότωναν χωρίς έλεος ή αναστολές και στο όνομα του Χριστού βάφανε τις πέτρες και τα μάρμαρα με κόκκινα ακριβά βελούδα. Βίαζαν, αποκεφάλιζαν με το ξένο ελληνικό αίμα να πιτσιλάει τους σταυρούς που ήταν κεντημένοι στις στολές τους. Φαίνεται πως μάλλον όποιος ήταν ακόλουθος της δικής τους Πίστης είχε στο νου του μόνο μερικές λίρες που θα χρειαζόντουσαν για τα κίτρινα συγχωροχάρτια του Πάπα…
Για λίγο σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα από μακριά τις αχνές φιγούρες στον πύργο του Ιπποδρόμου. Τα τρία χάλκινα άλογα με την απάθεια του υλικού τους, έβλεπαν κι αυτά τον χαοτικό χορό ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ντρέπομαι, αλλά το παραδέχομαι, πως για λίγο ευχήθηκα να ήμουν ένα από αυτά, έτσι που να μην κολυμπάω τώρα ανάμεσα στις αιματοχυσίες των αδελφών μου. Έτσι που να μην κοιτώ τα ξίφη των Σταυροφόρων να κεντάνε σώματα αγαπημένων και γνωστών. Να μην ακούω, να μην αισθάνομαι, να μην γεύομαι την πίκρα που συνοδεύει τη καταστροφή ενός σπιτιού. Με δειλία εκείνη την ώρα είπα: << Μακάρι εγώ να ήμουν το τέταρτο! >>
Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που σχημάτισα τούτη την σκέψη στο μυαλό μου. Ο αγαπημένος Κωνσταντίνος μου έπεσε σαν κουβάρι από πάνω μου. Γκρεμίστηκε κάτω από τα πόδια μου. Ούρλιαξα με τρόμο και τα σήκωσα ψηλά ταραγμένη. Αυτός ήταν σκυφτός με τα γόνατα στο βρώμικο μάρμαρο. Το πρόσωπό του κρυβόταν πια πίσω από ένα σεντόνι αίματος χωρίς να γνωρίζω αν ήταν το δικό του. Μερικές τούφες από τα μαλλιά είχαν κολλήσει στο μέτωπό του. Τέντωσε το χέρι του και άρπαξε το ξίφος που του είχε πέσει. Έδωσε δύναμη στα χέρια του και προσπάθησε να σηκωθεί πάνω. Έτρεξε μπροστά διανύοντας μεγάλη απόσταση. Ήταν μακριά μου πλέον και στο κέντρο του χαμού δεν μπορούσα να τον δω.
Κατάλαβα πως τον ακολούθησε ένας Λατίνος. Εκείνος ήξερε και γύρισε πίσω του με το ξίφος του έτοιμο για επίθεση. Έπειτα δεν μπόρεσα να δω, καθώς το οπτικό μου πεδίο κάλυψε μία άλλη σκηνή, όταν στάθηκε μπροστά μου ένας από αυτούς σέρνοντας μια γυναίκα που στο ένα της χέρι κρατούσε σφιχτά και φασκιωμένο ένα μωρό που δεν έκλαιγε.Την πέταξε μαζί με το παιδί της στο χώμα. Εκείνη κραύγαζε ανήμπορη μέχρι που της έκοψε το λαιμό, χτύπησε με τα πόδια τα πλευρά του αλόγου του κι εξαφανίστηκε.
Πίσω από το νεκρό σώμα μπορούσα ξανά να δω τον Κωνσταντίνο. Δεν φαινόταν εντάξει πια. Στηριζόταν στα γόνατά του και φαινόταν αδύναμος για να σηκωθεί. Η καρδιά μου πέτρωσε. Τα πόδια μου μούδιασαν. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε στα μάτια τον Σταυροφόρο που στάθηκε από πάνω του. Το χρυσαφένιο φως φώτιζε την αέναη λάμψη των ματιών του. Καθόταν πάνω στα μάγουλα και το μέτωπό του. Εκείνος έκανε αργά τον σταυρό του. Την αμέσως επόμενη στιγμή το σπαθί του Λατίνου διαπέρασε το στήθος του αγαπημένου μου συντρόφου. Πρόλαβα να δω το αίμα που εκτοξεύτηκε και στιγμάτισε το χώμα. Ο Λατίνος έσυρε έξω το σπαθί του και ο Κωνσταντίνος έπεσε ξεψιχυσμένος προς τα μπρος με ένα γδούπο που ξεσήκωσε τα μόρια της σκόνης σε μικρό χορό γύρω του.
Έβγαλα μια αυθόρμητη κραυγή και τα μάτια μου βούρκωσαν. Το σκηνικό της μάχης τριγύρω θόλωσε και οι εικόνες ξέφτισαν. Ο πόνος που ένιωσα δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανέναν άλλο στον σύντομό μου βίο. Σαν μέγγενη τσάκισε το σώμα μου κι εκεί ανάμεσα στα κουφάρια ξεκίνησα να κλαίω. Οι Σταυροφόροι άρχισαν να απομακρύνονται και να κατευθύνονατι μέσα από τα δρομάκια της πόλης στα βόρεια. Εδώ ό,τι μπορούσαν να κάνουν το είχαν κάνει. Έκλαιγα γοερά καθώς κάλπαζα προς την άκρη της πλατείας όπου ήταν πεσμένος ο νεκρός ιππότης μου. Στάθηκα από πάνω του χωρίς να πάψω να κλαίω, ώσπου τα δάκρυα άρχισαν να στεγνώνουν και να πετρώνουν το καφεκόκκινο τρίχωμά μου.
Μετά από λίγο δεν ήμουν εγώ πια. Ήμουν κάτι άλλο. Δεν κατάλαβα πως ακριβώς έγινε, αλλά σαν να πάγωσα. Τα αληθινά δάκρυα έσταξαν μέσα από τη ψυχή στο δέρμα και πραγματοποίησαν ετεροχρονισμένα την ευχή που είχα κάνει πριν λίγη ώρα. Είχα γίνει πια κι εγώ ένα χάλκινο άλογο σαν αυτά που στέκονταν περήφανα στον πύργο του Ιπποδρόμου. Έμεινα εκεί μαρμαρωμένη μέχρι να εμφανιστούν τρεις από εκείνους τους ανήθικους εισβολείς. Δεν τους έκανε εντύπωση το σημείο που βρισκόμουν παραμόνο με κουβάλησαν στα καράβια τους. Έπειτα από ώρες έφεραν κι εκείνα τα άλογα που στόλιζαν τον Ιππόδρομο. Τα στίβαξαν δίπλα μου. Φαίνεται δεν είχαμε καμία διαφορά εκείνα κι εγώ, καθώς όλοι θεώρησαν πως ήμουν κι εγώ κομμάτι του έργου.
Τούτα τα περίφημα άλογα από χαλκό λοιπόν, δεν ήταν τέσσερα ποτέ τους όσο τα θυμάμαι εγώ. Όταν μας μετέφεραν στη Βενετία και μας τοποθέτησαν στην Εκκλησία του Αγίου Μάρκου περήφανοι για το κατόρθωμά τους, έγραψαν στην Ιστορία για τέσσερα αδυνατώντας να ξεχωρίσουν τη παγωμένη λάμψη στην άκρη των ματιών μου. Αδυνατώντας να δουν μέσα τους τις τρομερές εικόνες που είχα αντικρίσει εκείνη την ημέρα. Οι ανίδεοι ούτε και τώρα μπορούν να διακρίνουν τη μεγάλη διαφορά ανάμεσά μας.
Όμως, εγώ ψιθυρίζω την ιστορία μου συνεχώς ανάμεσα στους ανθρώπους ελπίζοντας πως κάποιος θα την ακούσει προσεκτικά με την καρδιά του. Μην παύοντας να ελπίζω συνεχίζω να την λέω πίσω από την αδράνεια του χαλκού και στην αιώνια εξορία… Εγώ το τέταρτο χάλκινο άλογο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου