Από την μυρωδιά θα
εισέλθουμε στην ουτοπία
Άνθρωποι διασταυρώνονται στους δρόμους
Περνούν απρόσκοπτα ο ένας μέσα απ’ τον άλλον
Προκαλώντας ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Ντριιιν, ανοίγω, αντικρίζω μιαν άγνωστη
-«Με καταδιώκουν οι αρχές» λέει με κομμένη
ανάσα
Μ’ ένα αιφνίδιο άλμα
Βρίσκεται οκλαδόν στο πρόσωπό μου
Απ’ τη μυρωδιά του μουνιού της,
Ο νους εισέρχεται σε μιαν ιδρωμένη ουτοπία
Στο στόμα της αναβλύζει μελάνη,
Εμβάφει
την γραφίδα και γράφει:
«Ποίημα, ποιητής κι αναγνώστης ταυτίζονται»
Φτύνει τη μελάνη κι απλώνεται νύχτα
Εναερίτες ποιητές
Καταρριχώνται αθόρυβα απ’ την κοιλιά του νέφους
Πάνω στις γλώσσες τους τρεμοφέγγουν φλογίτσες
Καταλαμβάνουν την πόλη, καίουν όλο το χρήμα.
Το εκμαγείο των σωμάτων
Ο χώρος είμαι, το εκμαγείο των σωμάτων
Εντός μου αποτυπώνεται
ένα γυναικείο σώμα που χορεύει εκστατικά
Μ’ αναζητεί μ’ όλο το δέρμα.
Το σώμα του ποιητή σε στάση οκλαδόν
Στην κόγχη της κοιλιάς του καίει μια φλόγα
Στις άκρες των δαχτύλων
Στριφογυρίζουν δέκα μανιασμένα μάτια
Σκληρό τρίχωμα τράγου καλύπτει τη γλώσσα
Κραυγάζει στίχους
Με τις φωνές απωθεί το σκοτάδι
Δημιουργεί χώρο για να επιβιώσουν
Αστραπιαία μια κραυγή κρυσταλλώνεται στη νύχτα
Το γυναικείο σώμα αραιώνει
Ενώνεται μαζί μου
Ο χώρος είμαι
Αχανείς εκτάσεις μου συμπυκνώνονται
Γίνονται σάρκα.
Οι τελευταίες ημέρες
Σ’ αυτή την πόλη ποτέ δεν βρέχει
Ένα άλογο ορθωμένο στα πίσω πόδια,
τρώγει τα σύννεφα,
Μ’ έναν παρατεταμένο πόρδο ο πρωθυπουργός,
Διαγράφει στους αιθέρες ανεξέλεγκτη πτήση
Το συρρικνωμένο δέρμα πέφτει στα Εξάρχεια
Κόρακες βγαίνουν μέσα απ’ τους ανθρώπους.
Χορεύω με δυο φίλες μου σουίγκ στο Φλοράλ
Τ’ άστρα βλέπουν την ίδια τους τη λάμψη απ’ τα
μάτια μας
Καταλήγουμε σ’ ένα παγερό ξενοδοχείο
Είμαστε κυκλωμένοι, τα μουνιά τους αχνίζουν
Τα σώματα δεν αντέχουν την παγωνιά της ύπαρξης
Φτιάχνου γύρω τους το κουκούλι του κόσμου.
Τακ-τακ ένας τυφλός με το ραβδί ξυπνά,
τους θαμμένους κάτω απ’ τα πεζοδρόμια ποιητές
Ανασηκώνουν τις πλάκες και βγαίνουν.
Τις νύχτες βγάζει το δέρμα
της
Υπάρχει κάποια
γυναίκα,
που βγάζει το δέρμα
της όπως βγάζουμε το pullover
Μέσα είναι διαυγής,
αιθέρας.
Τις νύχτες εισδύει στο
σώμα μου που κοιμάται
Μαθαίνει τα μυστικά
του, γίνεται όνειρο
Καθώς το άρωμα της
διαχέεται στα μέλη,
Το σώμα υψώνεται
απαλά στον αέρα
Αίφνης συσπάται ο
φαλλός και αναβρύζει σπέρμα.
Διασχίζει τις αλέες
διαθλώντας το σεληνόφως
Εισχωρεί στο
υπνοδωμάτιο ενός τραπεζίτου
Πάχνη καλύπτει τους
καθρέπτες
Τα βλέφαρα και τους
κροτάφους του
Την αυγή οι φρουροί
του τον βρίσκουν νεκρό
Στο καφέ «Φλοράλ»
Την αναγνωρίζει απ’
το άρωμά της
-«Υπάρχεις ή σε
φαντάζομαι;» την ρωτώ
-«Ποτέ δεν θα μάθεις
τι είναι έξω απ’ το δέρμα σου
-«Ὑπάρχεις ἤ σὲ φαντάζομαι;» τὴν ῥωτῶ
-«Ποτὲ δὲν θὰ μάθῃς τί εἶναι ἔξω ἀπ’ τὸ δέρμα σου, αν
δεν βγεις απ’ αυτό» απαντά.
Νύχτα πυγολαμπίδων
ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ: Όλα μου τα ποιήματα επιστρέφουν στο μελανοδοχείο,
γίνομαι παιδί, βρέφος και περνώντας από τη μήτρα σκορπίζομαι στο διάστημα
Κάθομαι σ’ ένα παραλιακό καφενείο,
Περιμένοντας το θάνατο.
Μια ωραία γυναίκα προβάλλει απ’ τα κύματα,
Κρατώντας μια κλεψύδρα:
-«Ο χρόνος σου τελείωσε», αναγγέλλει
-«Μητέρα, εσύ;!» ψιθυρίζω έκπληκτος.
«Πες μου, τουλάχιστον, πριν γεννηθώ τι ήμουν»
Ο χρόνος αντιστρέφεται
Όλα μου τα ποιήματα,
Επιστρέφουν στο μελανοδοχείο
Γίνομαι παιδί, βρέφος και βουούπ!
Περνώντας απ’ τη μήτρα, σκορπίζομαι στο
διάστημα.
Το καρφί
Μας διαφεύγει η ουσία των πραγμάτων
Είμαι η νύχτα που κυοφορεί καινούργιους κόσμους
Οι θαμώνες κοιμούνται στις καρέκλες τους
Ένας γάτος τρώγει από τα πιάτα τους
Απ’ τα μισάνοιχτα χείλη τους,
βγαίνουν πυγολαμπίδες.
Κοιτάζω ένα άχρηστο σκουριασμένο καρφί,
Στο ταβάνι του δωματίου μου
Το βγάζω με δυσκολία και φσσσς,
Οι τοίχοι, τα έπιπλα ξεφουσκώνουν
Πετάγομαι στο δρόμο φωνάζοντας:
-«Συμφορά, συμφορά!
μας διαφεύγει η ουσία των πραγμάτων».
Κτίρια κι άνθρωποι ζαρώνουνε
Ο ουρανός συστέλλεται ραηδαία
Ο κόσμος μας γίνεται κόκκος σκόνης.
Ένα κορίτσι ξαπλωμένο στο πάτωμα
Παίζει με τα χρυσαφένια μόρια της σκόνης,
Που αιωρούνται σε μια ηλιαχτίδα
Εκπνέοντας απαλά,
Άλλα φέρει στο φως,
Κι άλλα ρίχνει στη σκιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου