ΔΡΟΜΟΙ (από την ποιητική συλλογή ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, Εκδόσεις Α.ΛΙΒΑΝΗ 2007)
-I-
Με καίνε οι δρόμοι
με τα ξερά τους όρια
που ξετυλίγονται
και ξετυλίγονται
σαν μακριές πεθαμένες
ψυχές
και προσπαθούν τη γέννα
μας να πιάσουν
και καταπίνουν τους
λεπτούς μας ήχους
Πήρα μαζί μου
ένα δρόμο μια φορά
κι η πείνα του σαν
προδοσία
ρουφούσε το λευκό
τραγούδι μου
και η πρησμένη σκόνη
του
κρύωνε τη ζωή μου
Καχεκτικοί δρόμοι
που θρέφετε τη γύμνια
σας μ’ εμάς
Κατευθείαν στηθήκατε
στ’ αλώνι
και καρτερείτε
μέχρι να γίνει θρύψαλο
η γέννα που φυλάγω στο
μυαλό
-IΙ-
Πού να τραβήξω τώρα
μια πολιτεία κατόμοια
με μορφή ιδέας
να χτυπήσει τα τύμπανα
της ταραχής
έτσι απ’ την καρδιά
να στάξει αίμα ζωηρό
το καρφωμένο στόμα να
γεμίσει
Ανεβαίνω στη μέση των
δρόμων
και συλλογιέμαι τις παλάμες
που κυνηγούν το λαιμό
σου
ο λαιμός τεντωμένος
στην άσφαλτο
και τα χέρια σαν μέλη
ζωντανά
σαλεύουν στην άγονη
πόλη –
μες στο κεφάλι σου
ω μέσα σου βαθιά
το νόμο του λευκού να
σταματήσουν
Πάνω στο σιωπηλό μου Κ
ανεβαίνω
κι απλώνομαι σαν νύξη
σκέψης
και το Κ αλλαγμένο
των δρόμων τα περάσματα
ματώνει
μα το δικό σου δέρμα
τσακισμένο
άσπρο την άσφαλτο
λερώνει
-IΙΙ-
Ω αγαπημένε μου,
αν έσφιξα στα χέρια μου
τη νύχτα
είναι γιατί χάνομαι
ανάμεσα στους δρόμους
που τρέχουν στο μάγουλό
μου
ωραία μπλε δάχτυλα
και ύπουλα χαϊδεύουν
την καρδιά
Το ξέρω
πως τα γκρίζα
δευτερόλεπτα
δεν έχουν στις
αντανακλάσεις τους
λευκό
μα τόσοι ψίθυροι του
πλήθους
έγιναν βάρος κι απειλή
μες στις σκληρές μου
φλέβες
Δε με βαραίνει η νύχτα,
αγαπημένε μου,
και η κραυγή μου
που ξανάρθε πίσω
Ένας νεκρός που
αναδίπλωσα
σε σχήμα ατιμώρητο
αυτός ανεβαίνει και
κατεβαίνει
τις προσόψεις του
σπιτιού μου
και με το βάρος του
λερώνει τις κραυγές μου
-IV-
Πάνω στο δρόμο
οι δυο σου μνήμες
κρεμασμένες από λυγμό
και από θάλασσα
και τα χέρια σου
που τρίζουν υπόκωφα
ψάχνοντας για ένα χρώμα
για μια λέξη
για ένα κάτι
ετούτα τα χέρια που αφέθηκαν να φθαρούν φτιάχνοντας
τόνους σάρκας ακόρεστης
-V-
Χθες βράδυ
τι γέλιο πέταξα ψηλά
στην καρδιά των μαύρων δρόμων
που παγιδέψανε τη γη
Η τήβεννός μου αμολημένη
αγγέλους έβρεχε τρελούς
το ίδιο κι η μαντίλα μου
στοιχειώνοντας σοκάκια και θεούς
Χθες βράδυ
μες στης νυκτός τα σάπια
με παράχωσα
λεκιάζοντας στο μάκρος
το κορμί της
με αίμα απ’ το γέλιο μου
-VΙ-
Ξέρεις,
πάντα είχα μια κλωστή από μετάξι
να ράβω τις πληγές
που μ’ έβρισκαν καθ’ οδόν
κρυμμένες πάνω σε αγίους
και σε αγέννητων αγγέλων μάτια
Μ’ αυτή κάρφωνα και τις φωνές
που περιστρέφονταν κουβάρι
στο παλτό μου
ακόμα και στο ρουμπινί
αίμα
του λαιμού
επίμονα ρέοντας κλάμα βιολετί
Το κλάμα,
που έπεφτε σαν υγρό δόγμα
πάνω στο ντο της φωτιάς
το πισωγύριζα με το κραγιόν μου
ανέγγιχτο
στο ανοιχτό του στόμα
Φαντάζομαι πως τα ρούχα μου
γίναν τόσο ευάλωτα ξαφνικά
απ’ τις κλωστές που τράβηξα
να κλείσω στα πλευρά μου
πέντε πολύτιμα κατώφλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου