Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Υποταγμένοι στην Δύναμη της Αδυναμίας



Μια φορά κι έναν καιρό...
ήταν ένας λύκος του βουνού και του δάσους.
Ελεύθερος έτρεχε στην φύση πότε με την αγέλη πότε μόνος. Απόμακρος πολλές φορές και άλλες κοινωνικός με τα άλλα μέλη της φυλής του. Άγριος στο πνεύμα. Ακόμη κι ο αρχηγός της αγέλης δύσκολα του επέβαλε την κυριαρχία του. Μάλιστα... αν δεν σεβόταν ο ίδιος την ιεραρχία θα μπορούσε με άνεση να την διεκδικήσει και να την κερδίσει. Τις νύχτες τους αποχωριζόταν και άραζε μονάχος σε κάποιο ξέφωτο για να κοιτά τον ουρανό και το γλυκό φεγγάρι. Πόσα όνειρα και επιθυμίες άραγε περνούσαν σαν εικόνες μπροστά από τα μάτια της ψυχής του..? Κι έτσι.. με αυτές τις εικόνες τον έπαιρνε ο ύπνος ο σύντομος μέχρι να έρθει το ξημέρωμα που θα επέστρεφε στην αγέλη για να λάβει μέρος στην καθημερινότητα των νόμων της φύσης και των ίδιων.
Κάποια μέρα όμορφη, αγκαλιασμένη από του ήλιου το φώς.. Ο λύκος ο ακυβέρνητος βόλταρε μόνος του στο δάσος. Ήρεμος καθώς παρακολουθούσε την ζωή να κυλάει αρμονικά, άκουσε κλάματα μικρού παιδιού.. Έτρεξε προς την πηγή του κλάματος και κρύφτηκε πίσω από τις μεγάλες φυλλωσιές. Κοιτούσε από εκεί το μικρό αγόρι να σπαράζει στο κλάμα. Το περιεργαζόταν από μακριά και δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Να το πλησιάσει...? Κι αν ήταν κάποια παγίδα των ανθρώπων..? Μέσα στις σκέψεις του που ψάχνανε μια τελική απόφαση.. είδε το αγόρι να χάνει τις αισθήσεις του και να σωριάζεται στο χώμα. Οι νόμοι του το έλεγαν ξεκάθαρα... ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ !!!
Για τον λύκο όμως... ήταν ένα μικρό παιδί χαμένο και φοβισμένο στο δάσος. Σίγουρα αν το άφηνε εκεί μονάχο, δεν θα ζούσε περισσότερο από μια μέρα. Όλο και κάποιο άλλο αγρίμι θα το έβρισκε με όχι και τόσο καλές διαθέσεις... Ακόμη κι αν δεν γινόταν τροφή για κάποιο αγρίμι, σίγουρα δεν θα άντεχε στην πείνα και στο κρύο καθώς θα έπεφτε η νύχτα. Το παιδί δεν είχε καμιά ελπίδα.
Ο λύκος έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του και τις επιλογές του. Ο αρχηγός του θα αποδοκίμαζε την οποιαδήποτε βοήθεια προς το παιδί. Κανένα μέλος της αγέλης δεν θα πρόσφερε βοήθεια στο παιδί ακόμη κι αν το ήθελε. Το ένστικτο απέναντι στους ανθρώπους ήταν πάντα τρομακτικό. Όμως.. θυμήθηκε κάποιες ιστορίες που του έλεγε ο θείος του. Για την σωτηρία ενός μικρού κοριτσιού από τον ίδιο όταν ήταν νέος. Και πόσο μεγάλη και ζεστή φιλία είχαν δημιουργήσει οι δυό τους. Άρα ο άνθρωπος και ο λύκος θα μπορούσαν υπό καλές συνθήκες να είναι και φίλοι. Μπροστά του είχε ένα απροστάτευτο παιδί.. Πόσο κακό θα μπορούσε να του κάνει αν του πρόσφερε βοήθεια...? Οι σκέψεις του λύκου έφτασταν στο αποκορύφωμα τους...







Εκείνος ήταν ο λύκος ο ακυβέρνητος. Αυτός που δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμη και με τον αρχηγό όταν ήξερε να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Ατρόμητος αλλά και σοφός. Και μπροστά σε μια τέτοια περίπτωση.. ήταν η ευκαιρία που έψαχνε και ονειρευόταν πολλές φορές τις νύχτες... Θα οδηγούσε το παιδί πίσω στο σπίτι του και συγχρόνως θα γνώριζε νέους τόπους και νέα ζωή.
Ο λύκος το αποφάσισε...
Πλησίασε αργά-αργά το αναίσθητο αγόρι. Πλησίασε την μύτη του στο πρόσωπο του να πάρει καλύτερα τις μυρωδιές του. Το αγόρι μισάνοιξε τα μάτια.. Ένας κρότος μέσα από έναν θάμνο τάραξε την φύση. Κι ο λύκος άψυχος στο χώμα πέφτει. Το αγόρι χοροπηδά και γελά κι ο κυνηγός μπαμπάς του το καμαρώνει... Έξυπνος ο μπαμπάς... Είχε ακούσει κάποτε από την μητέρα του ότι την είχε σώσει κάποτε ένας λύκος... Αν την έσωσαν εκείνη μια φορά γιατί να μην το κάνουν και με τον γιο του...? Και ορίστε η παγίδα... που θα φέρει λεφτά πολλά από την γούνα και το κρέας του ξεγελασμένου λύκου...


- Υπάρχουν άνθρωποι που θα τρέξουν να βοηθήσουν πριν έρθει η πρώτη σκέψη διασταγμού. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα πέσουν θύματα μιας παγίδας εκμετάλευσης. Μπορεί να είναι υπερήφανοι, άγριοι στο πνεύμα και με καθαρή δυνατή ψυχή. Όμως αδύναμοι μπροστά στο αδύναμο. Θα απλώσουν το χέρι να βοηθήσουν αμέσως. Κι αυτό το χέρι, δεν θα σκεφτούν ποτέ.. αν είναι ταγμένο να τους ρίξει στον γκρεμό. Αυτό τι πάει να πει...? Πως πρέπει να προσέχουν περισσότερο...? Να περιμένουν να δουν αν το θύμα που ζητάει βοήθεια θα πέσει ή όχι...? Κάνουν αυτό που κάνουν με κάθε κόστος. Κι αυτή είναι η διαφορά τους ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους.
Μόνο.. αν πέσουν.. τότε ο "έξυπνος" που θα τους ρίξει ας εύχεται να μη ξανασηκωθούν. Ας φροντίσει γι'αυτό. Γιατί αν τύχει και καταφέρουν και σηκωθούν...



Καλή Εβδομάδα

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ...

ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ...

"Mην υπόσχεσαι όταν είσαι χαρούμενος,
μην απαντάς όταν είσαι θυμωμένος και
μην αποφασίζεις όταν είσαι λυπημένος.

Το γλυκοχαραμα μιας καταδίκης...

Το γλυκοχαραμα μιας καταδίκης...



Οταν ανοιγα τα συρταρακια
κι εβγαιναν απο μεσα
μικρα μυρωδατα πουπουλα
ξεπεταρουδια μιας ελπιδας-
ρωγμη στη μαυρη μου μοιρα-
λιγο χαραμα...ελεγα... ν'αντικρυσω,
ενιωθα εντονα το σχοινι
πανω στο οποιο ισορροπουσα.
Κι επεσα τελικα.
Αναμενομενο!
Ημουν ανθρωπος κι οχι πουλι.
Ηταν ονειρο κι οχι προσωπο αφης ,
ηταν πλανη κι οχι η αληθεια.
ΗΣΟΥΝ ΤΟ ΧΑΟΣ ΚΙ ΟΧΙ ΤΟ ΔΙΧΤΥ.
Κι ολο ακουγα κραυγες να βγαινουν απο καπου
σιγουρη πως το τραγουδι του φοβου σου ηταν,
μα αγνοουσα πως ειχε και η  ψυχη μου
τη δικη της κραυγη,
προαγγελο καταδικης
στο δικο σου γλυκοχαραμα
.......
μακρια μου!

Μια...ηλιαχτιδα(μ'αλλον)













 
Το υστερνό μου φίλημα
στο μέτωπο σου πάρε
και άφησε με, αγάπη μου, δυο λόγια να σου πω
αλήθεια λές σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου
χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό.

Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα
εκεί με σκέπασε βουνό της δυστυχιάς μεγάλο
σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο καλή μου
αφου η ζωή είναι όνειρο κρυμμένο μέσα σ' άλλο.

Στέκομαι σ' άγρια ακρογυαλιά που δέρνει το κύμα
κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω
τι λίγοι και πως φεύγουνε απ' τα κλειστά μου χέρια
ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω.

Θεέ μου, είναι αδύνατο να σώσω μόνο έναν
απ' το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;
Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;



 

Ο αγγελος μου...

Ο αγγελος μου...
θελω να ειναι αναρχικος!

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Μίσος


μισος.jpg

Ο θεός όταν δημιούργησε τον κόσμο χάρισε στον άνθρωπο
ένα πολύτιμο συναίσθημα που το ονόμασε ''αγάπη''.
Αυτό το ασύγκριτο αγαθό το πρόσφερε
για να μην νοιώθουν μοναξιά και θλίψη.
Γιατί η αγάπη είναι ένας ήλιος εκτυφλωτικός
που αφανίζει την κακία και το μίσος
που κατακτά τους ανθρώπους.
Όμως δεν εκτίμησαν αυτό το πολύτιμο αγαθό .
Δεν άφησαν το χελιδόνι να φτιάξει την φωλιά του
μέσα στην καρδιά τους.
Το πολέμησαν, το κυνήγησαν, το φόβισαν, το αγρίεψαν
και το έδιωξαν, για πάντα από την πραγματική φωλιά του.
κι έτσι στην καρδιά τους παραμένει το ''ΜΙΣΟΣ''


Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗ ΑΦΗΓΗΤΗ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΜΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΥΝ ΠΛΗΝ ΟΥΣΙΑΣ πάροδος στην ποιητική συλλογή του Τάσου Κάρτα «in MEDIAS res Ιωβηλάιο e-Ρέμβης»

ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗ ΑΦΗΓΗΤΗ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΜΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΥΝ ΠΛΗΝ ΟΥΣΙΑΣ πάροδος στην ποιητική συλλογή του Τάσου Κάρτα «in MEDIAS res Ιωβηλάιο e-Ρέμβης»

(επικεφαλής στροφή)
Οι λέξεις μέσα στο ποίημα,
εικόνες σκέψεων
και συναισθημάτων είναι
και οι εικόνες που τις έντυσαν,
λαβύρινθος επιθυμίας λέξεων
για πράγματα
που αρχίζουν να συμβαίνουν.


Νόστιμον Ήμαρ, μεταξένιων συνειρμών στον πηγαιμό για την Κολχίδα της Ποίησης



αίφνης ονειροδίαιτο δυο κατά λέξη δισταγμών
μηδέν εις το πηλίκο υψικαμίνου σώματος
με το στιχοπουκάμισο μυριάδων «μνήσθητι»
σμαράγδι υπονοούμενο είλωτα υπερρεαλισμού


λαιστρυγόνες κύκλωπες δηλαδή
on line στα έγκατα κτερίσματα της Ρέμβης του P.C. μου
που, βάρδα φουρνέλο, δαγκώνουν τα όνειρα
στις ρώγες μιας λέξης που πάντα ρει…


έτσι αρχίζουν να συμβαίνουν
περίακτοι συμβολισμοί αείφυλλων γυναικών
μεσολαβούν στίχοι εικονολάτρες,
φωτογραφία λεξιθήρας


και η ευπροσήγορη ηχω της μοναξιάς
ένας ειρμός Μεσσίας εν ριπή σέπαλου
αίρει μεσίστιες απορίες Χρυσηίδων σιωπής


Οι λέξεις μέσα στο ποίημα,
εικόνες σκέψεων
και συναισθημάτων είναι
και οι εικόνες που τις έντυσαν,
λαβύρινθος επιθυμίας λέξεων
για πράγματα
που αρχίζουν να συμβαίνουν.


Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, λέει ο ποιητής,


ένας Φαύλος Κύκλος λόγων
που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης,
εκεί όπου
«φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα».
Ό,τι κι αν συναντήσεις όμως στην e-ΕΝΔΟΧΩΡΑ μου,
μην πεις ότι η ΕΙΚΟΝΑ σε ξεγέλασε,
πως φταίνε οι λέξεις,
κλεψύδρες σε τόση μελαγχολία…
Γιατί αν θέλεις να βρεις βαθιά στην αγκαλιά σου
μικρή ΠΡΑΣΙΝΗ θάλασσα,
κομμάτια πέτρες την πορφυρογέννητη ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ,
δώρο ασημένιο ποίημα τη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ,
δίνες επιθυμιών στα έγκατα κτερίσματα της ρέμβης,
πρέπει να είσαι έτοιμος από καιρό
για την Αλεξάνδρεια που χάνεται.
Αν πάλι ψάχνεις
«κοράλλια και μαργαριτάρια,
κεχριμπάρια κι έβενους,
κάποιο ξανάσασμα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης»,
ή «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»,
πρέπει πρώτα να «κουβανείς μες στην ψυχή σου
«έξι και μια τύψεις για τον ουρανό»,
«φωτόδενδρα με δέκατη τέταρτη ομορφιά»
«εφηβεία λέξεων τελευταίου σώματος
ενός λεπτού μαζί σε χλόη θερμοκηπίου»
με «κατανόηση της ματαιότητος των μεγαλείων».
Τότε η «υπεροψία και η μέθη» δε σε γέλασε.
Ο δούρειος ίππος
για την επιούσιο ομοιοκαταληξία
προπατορικής σταγόνας από μετάξι
δεν είναι αντικατοπτρισμός…
και «εύφλεκτοι ορίζοντες σιωπής»,
«ροδόσταμο στη στύση των ονείρων»
θα συνθέτουν
«ένα τοπίο ανοχής στην εύγλωττη μας Κυριακή» ,
αυτό που οι σοφοί το λένε ΠΑΛΙΝΤΟΝΟ ΑΡΜΟΝΙΗ
στων υακίνθων την παντάνασσα σιωπή.
Αφορμή της ηλεκτρονικής έκδοσης
η μονόδρομη επικοινωνία
«Κάποια με φώναξε Ελπήνωρ και
πρέπει να κοιτάξω αν η ελπίδα μου κρατιέται ζωντανή».
Μ’ άλλα λόγια, δοκιμάζοντας όρια και αντοχές,
έφτασα μ’ αυτές τις επιλογές στίχων και φωτογραφιών, προσάναμμα χρόνου, χώρου, ιδεών, αστραπής τρίτου προσώπου,
να παριστάνω
«το κλαδί υποδοχής της απογύμνωσης που έρχεται…».
Ω μοναξιά εισχωρείς μέσα στο βράδυ δια πυρός και συμβόλων!


Στίχοι πόθων υποτελείς σε γραμματικές συναισθημάτων.
Ω κλητική ονείρωξη φωτογράφου ποιητή&
όταν υποφώσκει προπαραλήγουσα μακρά συνωστισμού σιωπής βοώντος
«ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ’ΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ»

(από την e-συλλογή «Από μηχανής Θεοί λέξεων Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας » προς «ιωβηλαίο Νόστιμον Ήμαρ μεταξένιων συνειρμών για την Κολχίδα της Ποίησης» γιατί «όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει λυρισμό και ωραία λόγια» – Δοκιμές έκδοσης εικόνων ανέκδοτης ποιητικής συλλογής – Επόμενη ανάρτηση εικόνας λέξεων στο τέλος της άλλης εβδομάδας – κ ART ά SOS, Θέρος 2010)

ΔΡΟΜΟΙ (από την ποιητική συλλογή ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, Εκδόσεις Α.ΛΙΒΑΝΗ 2007)


ΔΡΟΜΟΙ (από την ποιητική συλλογή ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, Εκδόσεις Α.ΛΙΒΑΝΗ 2007)
-I-
Με καίνε οι δρόμοι
με τα ξερά τους όρια
που ξετυλίγονται
και ξετυλίγονται
σαν μακριές πεθαμένες ψυχές
και προσπαθούν τη γέννα μας να πιάσουν
και καταπίνουν τους λεπτούς μας ήχους

Πήρα μαζί μου
ένα δρόμο μια φορά
κι η πείνα του σαν προδοσία
ρουφούσε το λευκό τραγούδι μου
και η πρησμένη σκόνη του
κρύωνε τη ζωή μου
Καχεκτικοί δρόμοι
που θρέφετε τη γύμνια σας μ’ εμάς
Κατευθείαν στηθήκατε
στ’ αλώνι
και καρτερείτε
μέχρι να γίνει θρύψαλο
η γέννα που φυλάγω στο μυαλό
-IΙ-
Πού να τραβήξω τώρα
μια πολιτεία κατόμοια με μορφή ιδέας
να χτυπήσει τα τύμπανα της ταραχής
έτσι απ’ την καρδιά
να στάξει αίμα ζωηρό
το καρφωμένο στόμα να γεμίσει
Ανεβαίνω στη μέση των δρόμων
και συλλογιέμαι τις παλάμες
που κυνηγούν το λαιμό σου
ο λαιμός τεντωμένος στην άσφαλτο
και τα χέρια σαν μέλη ζωντανά
σαλεύουν στην άγονη πόλη –
μες στο κεφάλι σου
ω μέσα σου βαθιά
το νόμο του λευκού να σταματήσουν
Πάνω στο σιωπηλό μου Κ ανεβαίνω
κι απλώνομαι σαν νύξη σκέψης
και το Κ αλλαγμένο
των δρόμων τα περάσματα ματώνει
μα το δικό σου δέρμα τσακισμένο
άσπρο την άσφαλτο λερώνει
-IΙΙ-
Ω αγαπημένε μου,
αν έσφιξα στα χέρια μου τη νύχτα
είναι γιατί χάνομαι
ανάμεσα στους δρόμους
που τρέχουν στο μάγουλό μου
ωραία μπλε δάχτυλα
και ύπουλα χαϊδεύουν την καρδιά
Το ξέρω
πως τα γκρίζα δευτερόλεπτα
δεν έχουν στις αντανακλάσεις τους
λευκό
μα τόσοι ψίθυροι του πλήθους
έγιναν βάρος κι απειλή
μες στις σκληρές μου φλέβες
Δε με βαραίνει η νύχτα,
αγαπημένε μου,
και η κραυγή μου
που ξανάρθε πίσω
Ένας νεκρός που αναδίπλωσα
σε σχήμα ατιμώρητο
αυτός ανεβαίνει και κατεβαίνει
τις προσόψεις του σπιτιού μου
και με το βάρος του
λερώνει τις κραυγές μου
-IV-
Πάνω στο δρόμο
οι δυο σου μνήμες
κρεμασμένες από λυγμό
και από θάλασσα
και τα χέρια σου
που τρίζουν υπόκωφα
ψάχνοντας για ένα χρώμα
για μια λέξη
για ένα κάτι
ετούτα τα χέρια που αφέθηκαν να φθαρούν φτιάχνοντας τόνους σάρκας ακόρεστης
-V-
Χθες βράδυ
τι γέλιο πέταξα ψηλά
στην καρδιά των μαύρων δρόμων
που παγιδέψανε τη γη
Η τήβεννός μου αμολημένη
αγγέλους έβρεχε τρελούς
το ίδιο κι η μαντίλα μου
στοιχειώνοντας σοκάκια και θεούς
Χθες βράδυ
μες στης νυκτός τα σάπια
με παράχωσα
λεκιάζοντας στο μάκρος
το κορμί της
με αίμα απ’ το γέλιο μου
-VΙ-
Ξέρεις,
πάντα είχα μια κλωστή από μετάξι
να ράβω τις πληγές
που μ’ έβρισκαν καθ’ οδόν
κρυμμένες πάνω σε αγίους
και σε αγέννητων αγγέλων μάτια
Μ’ αυτή κάρφωνα και τις φωνές
που περιστρέφονταν κουβάρι
στο παλτό μου
ακόμα και στο ρουμπινί
αίμα
του λαιμού
επίμονα ρέοντας κλάμα βιολετί
Το κλάμα,
που έπεφτε σαν υγρό δόγμα
πάνω στο ντο της φωτιάς
το πισωγύριζα με το κραγιόν μου
ανέγγιχτο
στο ανοιχτό του στόμα
Φαντάζομαι πως τα ρούχα μου
γίναν τόσο ευάλωτα ξαφνικά
απ’ τις κλωστές που τράβηξα
να κλείσω στα πλευρά μου
πέντε πολύτιμα κατώφλια.

Από την μυρωδιά θα εισέλθουμε στην ουτοπία k.a



Από την μυρωδιά θα εισέλθουμε στην ουτοπία
Άνθρωποι διασταυρώνονται στους δρόμους
Περνούν απρόσκοπτα ο ένας μέσα απ’ τον άλλον
Προκαλώντας ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Ντριιιν, ανοίγω, αντικρίζω μιαν άγνωστη
-«Με καταδιώκουν οι αρχές» λέει με κομμένη ανάσα
Μ’ ένα αιφνίδιο άλμα
Βρίσκεται οκλαδόν στο πρόσωπό μου
Απ’ τη μυρωδιά του μουνιού της,
Ο νους εισέρχεται σε μιαν ιδρωμένη ουτοπία
Στο στόμα της αναβλύζει μελάνη,
Εμβάφει  την γραφίδα και γράφει:
«Ποίημα, ποιητής κι αναγνώστης ταυτίζονται»
Φτύνει τη μελάνη κι απλώνεται νύχτα
Εναερίτες ποιητές
Καταρριχώνται αθόρυβα απ’ την κοιλιά του νέφους
Πάνω στις γλώσσες τους τρεμοφέγγουν φλογίτσες
Καταλαμβάνουν την πόλη, καίουν όλο το χρήμα.
Το εκμαγείο των σωμάτων
Ο χώρος είμαι, το εκμαγείο των σωμάτων
Εντός μου αποτυπώνεται
ένα γυναικείο σώμα που χορεύει εκστατικά
Μ’ αναζητεί μ’ όλο το δέρμα.
Το σώμα του ποιητή σε στάση οκλαδόν
Στην κόγχη της κοιλιάς του καίει μια φλόγα
Στις άκρες των δαχτύλων
Στριφογυρίζουν δέκα μανιασμένα μάτια
Σκληρό τρίχωμα τράγου καλύπτει τη γλώσσα
Κραυγάζει στίχους
Με τις φωνές απωθεί το σκοτάδι
Δημιουργεί χώρο για να επιβιώσουν
Αστραπιαία μια κραυγή κρυσταλλώνεται στη νύχτα
Το γυναικείο σώμα αραιώνει
Ενώνεται μαζί μου
Ο χώρος είμαι
Αχανείς εκτάσεις μου συμπυκνώνονται
Γίνονται σάρκα.
Οι τελευταίες ημέρες
Σ’ αυτή την πόλη ποτέ δεν βρέχει
Ένα άλογο ορθωμένο στα πίσω πόδια,
τρώγει τα σύννεφα,
Μ’ έναν παρατεταμένο πόρδο ο πρωθυπουργός,
Διαγράφει στους αιθέρες ανεξέλεγκτη πτήση
Το συρρικνωμένο δέρμα πέφτει στα Εξάρχεια
Κόρακες βγαίνουν μέσα απ’ τους ανθρώπους.
Χορεύω με δυο φίλες μου σουίγκ στο Φλοράλ
Τ’ άστρα βλέπουν την ίδια τους τη λάμψη απ’ τα μάτια μας
Καταλήγουμε σ’ ένα παγερό ξενοδοχείο
Είμαστε κυκλωμένοι, τα μουνιά τους αχνίζουν
Τα σώματα δεν αντέχουν την παγωνιά της ύπαρξης
Φτιάχνου γύρω τους το κουκούλι του κόσμου.
Τακ-τακ ένας τυφλός με το ραβδί ξυπνά,
τους θαμμένους κάτω απ’ τα πεζοδρόμια ποιητές
Ανασηκώνουν τις πλάκες και βγαίνουν.
Τις νύχτες βγάζει το δέρμα της
Υπάρχει κάποια γυναίκα,
που βγάζει το δέρμα της όπως βγάζουμε το pullover
Μέσα είναι διαυγής, αιθέρας.
Τις νύχτες εισδύει στο σώμα μου που κοιμάται
Μαθαίνει τα μυστικά του, γίνεται όνειρο
Καθώς το άρωμα της διαχέεται στα μέλη,
Το σώμα υψώνεται απαλά στον αέρα
Αίφνης συσπάται ο φαλλός και αναβρύζει σπέρμα.
Διασχίζει τις αλέες διαθλώντας το σεληνόφως
Εισχωρεί στο υπνοδωμάτιο ενός τραπεζίτου
Πάχνη καλύπτει τους καθρέπτες
Τα βλέφαρα και τους κροτάφους του
Την αυγή οι φρουροί του τον βρίσκουν νεκρό
Στο καφέ «Φλοράλ»
Την αναγνωρίζει απ’ το άρωμά της
-«Υπάρχεις ή σε φαντάζομαι;» την ρωτώ
-«Ποτέ δεν θα μάθεις τι είναι έξω απ’ το δέρμα σου
-«Ὑπάρχεις ἤ σὲ φαντάζομαι;» τὴν ῥωτῶ
-«Ποτὲ δὲν θὰ μάθῃς τί εἶναι ἔξω ἀπ’ τὸ δέρμα σου, αν δεν βγεις απ’ αυτό» απαντά.
Νύχτα πυγολαμπίδων
ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ: Όλα μου τα ποιήματα επιστρέφουν στο μελανοδοχείο, γίνομαι παιδί, βρέφος και περνώντας από τη μήτρα σκορπίζομαι στο διάστημα
Κάθομαι σ’ ένα παραλιακό καφενείο,
Περιμένοντας το θάνατο.
Μια ωραία γυναίκα προβάλλει απ’ τα κύματα,
Κρατώντας μια κλεψύδρα:
-«Ο χρόνος σου τελείωσε», αναγγέλλει
-«Μητέρα, εσύ;!» ψιθυρίζω έκπληκτος.
«Πες μου, τουλάχιστον, πριν γεννηθώ τι ήμουν»
Ο χρόνος αντιστρέφεται
Όλα μου τα ποιήματα,
Επιστρέφουν στο μελανοδοχείο
Γίνομαι παιδί, βρέφος και βουούπ!
Περνώντας απ’ τη μήτρα, σκορπίζομαι στο διάστημα.
Το καρφί
Μας διαφεύγει η ουσία των πραγμάτων
Είμαι η νύχτα που κυοφορεί καινούργιους κόσμους
Οι θαμώνες κοιμούνται στις καρέκλες τους
Ένας γάτος τρώγει από τα πιάτα τους
Απ’ τα μισάνοιχτα χείλη τους,
βγαίνουν πυγολαμπίδες.
Κοιτάζω ένα άχρηστο σκουριασμένο καρφί,
Στο ταβάνι του δωματίου μου
Το βγάζω με δυσκολία και φσσσς,
Οι τοίχοι, τα έπιπλα ξεφουσκώνουν
Πετάγομαι στο δρόμο φωνάζοντας:
-«Συμφορά, συμφορά!
μας διαφεύγει η ουσία των πραγμάτων».
Κτίρια κι άνθρωποι ζαρώνουνε
Ο ουρανός συστέλλεται ραηδαία
Ο κόσμος μας γίνεται κόκκος σκόνης.
Ένα κορίτσι ξαπλωμένο στο πάτωμα
Παίζει με τα χρυσαφένια μόρια της σκόνης,
Που αιωρούνται σε μια ηλιαχτίδα
Εκπνέοντας απαλά,
Άλλα φέρει στο φως,
Κι άλλα ρίχνει στη σκιά.

Αναπάντητη Κλήση

 
 
 
Αναπάντητη Κλήση
Λησμονώ τον εαυτό μου
Φαντάζομαι ότι είμαι ανθρώπινο σώμα
Το σώμα τρέμει, βομβίζει ολόκληρο
Άγριες σφήκες μπαινοβγαίνουν στ’ ανοιχτό στόμα
Έχουν κάνει φωλιά στο στομάχι
Στις παλάμες του φυτρώνουν πόλεις
Σφίγγοντας κάθε τόσο τις γροθιές του,
Τις συντρίβει μ’ έναν μαλακό, υπόκωφο θόρυβο.
Καταπακτές ανοίγουν στο θόλο του κρανίου
Ανθρωπίσκοι προβάλλουν
Γελούν μέχρι δακρύων.
Αίφνης ηχεί το κινητό του
«Ποιος;»
Δεν απαντώ
Μ’ αναγνωριζει. «Εσύ!» ψιθυρίζει
Επανέρχομαι αμέσως στον εαυτό μου
Το σώμα εξατμίζεται.
Διαδώστε το σαν ψίθυρο

ΠΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΟΙΧΑΛΙΔΕΣ - Σονέτο σε Καθρέφτη

ΠΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΟΙΧΑΛΙΔΕΣ - Σονέτο σε Καθρέφτη

ΠΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΟΙΧΑΛΙΔΕΣ
Σονέτο σε Καθρέφτη
Εσείς που υπήρξατε και ακόμα είστε
άψογες σύζυγοι γοργά διατρέξτε
τα κάτωθι· ωστόσο, αν προαιρείσθε,
το αληθές των λόγων μου ελέγξτε.
Αν κάτι σας προσβάλλει πάλι, ψέξτε.
Τους στίχους μου συλλήβδην απορρίψτε,
μα πάνω μου και μόνο –αυτό προσέξτε–
την αυστηρότητά σας εξαντλήστε.
Εμένα κι όχι αυτές καταδικάστε
που ζήσαν μια ζωή στην απιστία·
εκείνα που διαβάσατε ξεχάστε
και στη συζυγική γυρίστε κλίνη·
την πίστη σας δοξάστε την αγία
και κοιμηθείτε όλες εν ειρήνη.
                     
***

Μα εσείς που δεν γνωρίσατε γαλήνη
και ζήσατε ζωές εν τρικυμία,
εσείς ψυχές κλειστές μες στο καμίνι
της ίδιας σας της σάρκας, πλησιάστε
και δώστε μου ευθύς την εξουσία
τον λόγο σας να πω, και μη φοβάστε.
Όπως παλιά, και απόψε αγαπήστε.
Άντρες πολλούς και ωραίους επιλέξτε.
Το θηλυκό, το μέσα κτήνος λύστε.
Το σύμπαν στους χυμούς σας διαβρέξτε.
Γυμνές μέσα στη σκέψη μου όλες τρέξτε,
τους στίχους μου, γυναίκες, κατοικήστε
και την Αγάπη-την Απάτη παίξτε
και τη φωνή μου πάρτε και μιλήστε.

© Θεοδόσης Βολκώφ

ΤΟ ΧΑΜΙΝΙ (O ποιητής που αγαπώ)

ΤΟ ΧΑΜΙΝΙ (O ποιητής που αγαπώ)


TO XAMINI
(Ο ποιητής που αγαπώ)
 Ο ποιητής που αγαπώ δεν γράφει
ποιήματα για σχολικά βιβλία·
τρόπους καλούς ποτέ του δεν θα μάθει
και δεν θα εγγραφεί στην Ιστορία.
Ο ποιητής που αγαπώ δεν πιάνει
με συναδέλφους ποιητές φιλία·
καθώς χαμίνι εγώ, αυτός αλάνι
και στ’ απαυτά του κάθε ανθολογία.
Ο ποιητής που αγαπώ τον Λύκο
σαλός ελευθερώνει νύχτα-μέρα
και μπρος σε κάθε μεγαλόσχημο οίκο
τον Λύκο ξεδιπλώνει ως παντιγέρα,
τον Λύκο ανακρούει ως παιάνα.
Ο ποιητής αυτός, που του ανήκω,
τα κάνει με τους στίχους του πουτάνα.

 © Θεοδόσης Βολκώφ

Υ.Γ. Χρόνια πολλά, παίδες και κορασίδες...