Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

TED HUGHES, Το όνειρο τού Λιονταριού



     
 ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ 

Ήταν μια αρχαία Χώρα. Και ήτανε του Λιονταριού.
Νέο στη γη το κάθε πλάσμα, και δειλά-δειλά ξυπνούσε,
γλείφονταν για να ξυπνήσει, να μιλήσει, και μιλούσε
τη μητέρα πρωτογλώσσα, την τραχιά του Λιονταριού.
Πού ακριβώς αυτή η χώρα; Ήταν Γη του Λιονταριού.
Δεν ανήκε στη Φοράδα, του ασβεστόλιθου ανεμώνα.
Δεν ανήκε στο Κοράκι τού μεγάλου Προμαχώνα.
Το που άνοιξε τον νου ήτανε μάτι Λιονταριού.
 
Λύκος, Ύαινα, Άγριος Σκύλος, με τη χαίτη Λιονταριού,
όλα ανάσκελα γυρίζαν, μητρικά χαμογελούσαν
και το ανθρώπινο τού λιόντα βρέφος γάλα το κερνούσαν
υπό το υψωμένο μάτι, το χρυσό του Λιονταριού.
Δεν ξεθώριαζε της Χώρας τ’ όραμα – του Λιονταριού –
χωριστό το κάθε πλάσμα σαν κρουστάλλι φωτιζόταν,
μελωμένο από το φως, φως του Λιόντα, ονειρευόταν
ένα όνειρο και μόνο, τ’ όνειρο του Λιονταριού.
Ξαφνισμένα από το είναι, τον αχό του Λιονταριού
μόνο πρόσμεναν και, του ήλιου σαν σπαράγματα, προσέχαν,
σαν και κείνον σφαιρωμένα, κι όλα γύραθέ του τρέχαν
κι έβλεπαν μες στην καρδιά τους τη μορφή του Λιονταριού.
Τι ήταν το Λιοντάρι, ο Λέων απ’ τη Γη του Λιονταριού;
Τ’ όνειρο της παιδικής μας ηλικίας καλά κρατούσε,
της Μητέρας στοχαζόταν τη μορφή κι εκεί θωρούσε
μέσα στο δικό της βλέμμα δύο μάτια Λιονταριού.
Και μορφώνονταν σε ανταύγεια, σε ανταύγεια Λιονταριού
και πιο αλλόκοτη και αλλόκοτα η μορφή ενανθρωπισμένη
και σαν ένας υπνοβάτης και σαν μισοϋπνωτισμένη
Ρήγισσα είδε το Λιοντάρι μες στη Γη του Λιονταριού.
Και ως έμβλημα, σημαία η μορφή του Λιονταριού.
Και Λιοντάρι το νησί μας τ’ όνομα που έχει πάρει
μες στις νύχτες του πολέμου. Μέχρι που η αυγή-Λιοντάρι
ήρθε κι έπαψε τον ύπνο του μεγάλου Λιονταριού.
Στου φωτός την πρώτη γέννα, τ’ όνειρο του Λιονταριού,
πέφτοντας στη γη ως μάννα κι απ’ τον ουρανό φερμένο,
αποκάθαρε τα πάντα το σε σένα πυκνωμένο·
κι έδειξε εσένα ο ήλιος τον βυθό του Λιονταριού.
TED HUGHES
Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ

ΙΝΔΙΑΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


ΙΝΔΙΑΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ω Μεγάλο Πνεύμα, 
που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους
και που η πνοή Σου δίνει στους πάντες ζωή,
εισάκουσέ με.
Σε Σένα έρχομαι ως ένα απ’ τα πολλά παιδιά Σου·
είμαι αδύναμος… είμαι μικρός… 
Χρειάζομαι τη δύναμη και τη σοφία Σου.
Άσε με να βαδίσω μες στην ομορφιά 
και κάνε τα μάτια μου
πάντα να βλέπουν τ’ άλικα και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Κάνε τα χέρια μου να σέβονται όσα έπλασες
και κάνε μου οξεία την ακοή, 
ώστε ν’ ακούω τη φωνή Σου.
Κάνε με σοφό, 
ώστε να εννοώ αυτά που στον λαό μου δίδαξες
και τα μαθήματα που έκρυψες σε κάθε φύλλο και σε κάθε πέτρα.
Ζητώ σοφία και δύναμη,
όχι για νά ‘μαι ανώτερος των αδελφών μου, 
αλλά για να μπορώ να πολεμώ τον πιο μεγάλο μου εχθρό,
τον ίδιο εμένα.
Δώσε να είμαι πάντα έτοιμος να παρουσιαστώ ενώπιόν Σου
με χέρια καθαρά και μάτι ευθύ,
ώστε η ζωή σαν σβήνεται και ξεθωριάζει ηλιοβασίλεμα ίδια,
το πνεύμα μου να ‘ρθει σε Σένα
χωρίς ντροπή.
Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ 
Πρώτη δημοσίευση στο Ποιείν

TO ΜΙΣΟΣ



ΤΟ ΜΙΣΟΣ
Δεν ξέρει αυτός που είμαι μόνον να πεθαίνει.
Όσο η Σκέψη μου κορμιά αποθεώνει,
ψυχρή και πύρινη, υψωμένη, γκρεμισμένη,
τόσο η Πράξη μου ματώνει και σκοτώνει.
Ποιος είσαι Εσύ που μου ζητάς να συγχωρήσω
αυτό που σκύλεψε του Έρωτα το σώμα…
Εγώ αγάπησα – και πρέπει να μισήσω.
Κι είμαι περήφανος, γιατί μισώ ακόμα.
Οι Στίχοι μου είναι η ανάποδη του Φόνου –
μια Φύση που μισεί τη φύση της να κρύβει,
που αποκαλύπτεται στο πέρασμα του χρόνου
και που με κάνει, νύχτα ή μέρα μεσημέρι,
με το αριστερό να πιάνω το μολύβι,
με το δεξί να σφίγγω πάντα το μαχαίρι.
© Θεοδόσης Βολκώφ

ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΥΚΟ



 ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΥΚΟ
                                                           Μνήμη Miguel Hernandez
Σαν τον Λύκο να διψάω πάντα το αίμα
κι απ’ τα στήθη σου που γδέρνω να το πίνω·
σαν τον Λύκο εσύ να μ’ έχεις και στο βλέμμα
σαν τη Λύκαινα να σ’ έχω. Και να σβήνω
σαν τον Λύκο από τον κόσμο ό,τι δεν είσαι,
να σπαράζω κι ό,τι εχθρεύεται εσένα
και σε μένα, σαν τον Λύκο, εσύ ν’ αρκείσαι,
σαν τον Λύκο, σαν τη Λύκα – ίδια γέννα.
Σαν τον Λύκο μες στον νου σου να γρυλίζω
κι όταν πλάι μου δεν σ’ έχω να ουρλιάζω
σαν τον Λύκο. Να με ορίζεις, να σε ορίζω
και στα πόδια σου σφαγμένος να σφαδάζω.
Και πεθαίνοντας να ζω. Να σου ανήκω,
να μου είσαι, να σου είμαι σαν τον Λύκο.
© Θεοδόσης Βολκώφ

ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ



ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ
Σας έχω όλες με τον τρόπο μου αγαπήσει,
σκιές της σάρκας που για μια στιγμή ειδωθήκατε,
κι έχω στις νύχτες μου τις λάμψεις σας κρατήσει
αγέραστες σαν τότε που δεν μου δοθήκατε.
Σας έχω όλες με τον τρόπο μου αγγίξει
καθώς αέρας πύρινος – κι ας μην με νιώσατε –
και λυγμικά έχω τριγύρω σας βουίξει
κι έχω πενθήσει εγώ εμένα που σκοτώσατε.
Σας έχω όλες με τον τρόπο μου φυλάξει,
στη Γλώσσα μου τα σώματά σας αποθέτοντας
ευλαβικά – κι αυτό η ύπατή μου Πράξη –,
στο ιδίωμά μου Ιστορία καταθέτοντας.
Σας έχω όλες με τον τρόπο μου γνωρίσει,
κι ας μην με μάθατε ποτέ. Τραχιά ενθυμήματα,
από ένα τίποτα με έχετε ευλογήσει
χαρίζοντάς μου εν αγνοία σας ποιήματα.
© Θεοδόσης Βολκώφ

ΑΕΡΑΣ



ΑΕΡΑΣ
Τρίζουν σαν να στενάζουνε τα πεύκα.
Μιλάνε με τη δύναμη τού Αέρα.
Ρέουν νερά σαν να 'ρχονται από Πέρα
στο θρόισμα αργυρό που κάνει η λεύκα.
Μεστό ψιθύρων φέγγει το σκοτάδι.
Το φύλλο ακουμπά το άλλο φύλλο.
Το χάδι ριγηλό κρύβει τον ήλο,
το χάραγμα, το στίγμα, το σημάδι.
Πες την καρδιά του ανθρώπου, Αέρα. Μίλα.
Πες των ερώτων μας το αρχαίο σφρίγος,
του άντρα το νευρώδες μαύρο ρίγος
και της γυναίκας την ανατριχίλα.
Πες – Θάνατος του Έρωτα το ήδος.
Απόψε ο Θεός είναι στα φύλλα.
© Θεοδόσης Βολκώφ

ΤΟ ΣΩΜΑ


ΤΟ ΣΩΜΑ
Όσες μορφές κι αν πάρεις
και όποιες, Σώμα, 
πάντα θα ομοιοκαταληκτείς
 με κάποιο Χώμα.
Το Πνεύμα κόλαση. Παράδεισος το Σώμα.
Κι οι Άγγελοι φθονούν. Φθονούν τη Γη.
Ο Ουρανός είναι όλος από χώμα.
Τρόπος της σάρκας είναι ο Λόγος, λάσπη απλή.
Να ’χω τη λάσπη σου, τη λάσπη σου στο στόμα
κι η λάσπη σου να με πυρώνει δροσερή,
με αυτήν να τρέφομαι και να πεινώ ακόμα
και ζωντανός να θάβομαι σ’ ένα κορμί.
Πόδια να με τυλίγουνε και χέρια
και να ’χει δόντια κάθε σου φιλί
κι η κάθε κώχη σου να βρίθει από μαχαίρια,
κάθε καμπύλη σου να είναι και αιχμή.
Να με συνθλίβει τ’ αλαφρό σου βάρος,
η ανάσα σου να μου είναι πνιγμονή,
ότι εσύ ο Θάνατος, ο Μόρος και ο Χάρος·
μ’ όποιο όνομα κι αν με σκοτώσεις, μού αρκεί.
Μα πνίξε ή κάψε με – πάντως, θανάτωσέ με·
στη νύχτα έγινα η μάταια υλακή,
γη με τη γη στη γη σου να κυλιέμαι,
νόημα, νίκη και ήττα μου εσύ.
Να πάψεις κάθε νου, να μου στερέψεις
όλη τη σκέψη που τον κόσμο αυτόν πενθεί
και ταπεινό στη Γη να μ’ επιστρέψεις
ως πένθημα, ως θλίψη, ως οιμωγή.
Φάε το Πνεύμα, Σώμα – ανάλωσέ με.
Κάθε μου άλλη ουρανική καταγωγή
την καθυβρίζω, την πατώ και αρνιέμαι
ό,τι απ’ το εγώ μου στέκει ξένο στο Εσύ.
Και για το σώμα σου, το σώμα σου, το σώμα,
του Αόρατου η ρίζα η ορατή,
δίνω τη Λέξη μου – και πιο πολύ ακόμα
τον Άνεμο, το Πνεύμα, την Πνοή.
Να μη θυμάμαι πια, να μη θυμάμαι
ό,τι κι αν με ξεκόρμισε απ’ τη Γη
και να κοιμάμαι μόνο, να κοιμάμαι
μες στη χωμάτινη της σάρκας σου σιωπή.
Κάνε με Σώμα, μόνον Σώμα – τίποτ’ άλλο.
– Γίνε κορμί, γίνε κορμί, γίνε κορμί –
αυτό το ξόρκι στον εαυτό μου που υποψάλλω·
αυτή η βλαστήμια η δική μου προσευχή.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Από το βιβλίο "ΜISSA BREVIS".

SAINT-JUST ή το Επιτάφιο του Ποιητή



SAINT-JUST 
ή το Eπιτάφιο του Ποιητή
 
                                                                                 Στη μνήμη του
Όσοι με θάβατε εν ζωή
και μετά θάνατον θα με δολοφονείτε.
Όμως γνωρίζω πως στη σκόνη αυτή
που είναι το σώμα μου και αδρά ομιλεί
το πεπρωμένο μου δεν εξαντλείται.
© Θεοδόσης Βολκώφ

Ο DON JUAN ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΚΗΠΟ


Ο DON JUAN
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΚΗΠΟ
Ελάτε κι όλες γύρω μου καθίστε,
οι αγάπες μου οι μικρές και οι μεγάλες·
αυτές που χάρηκα μα και οι άλλες
που δεν μες στις αγάπες μου αριθμείσθε.
Γυμνές μέσα στη σκέψη μου όλες τρέξτε
κι η μια την άλλη τώρα καμαρώστε,
αγκαλιαστείτε, φιληθείτε, ξεσαλώστε,
κάθε λογής παιχνίδια αγάπης παίξτε.
Και τραγουδήστε εν χορώ στον Don Giovanni
λόγια γλυκά, του Έρωτα, δοξάστε
αυτόν που απ’ την Αγάπη έχει πεθάνει
φορές μυριάδες ζωντανός κι ακόμα
το γέρικο κορμί του αγκαλιάστε
φορά στερνή στου θάνατου το στρώμα.
Και πείτε του ψιθυριστά, σαν χάδι,
– προτού πατήσει των Νεκρών τη Νήσο–
σαν φως μπροστά στο αδήριτο σκοτάδι,
«Απόψε έσει μεθ’ ημών εν παραδείσω».

© Θεοδόσης Βολκώφ

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Αλλάζουν όλα, τώρα που υπάρχεις.


Αλλάζουν όλα, τώρα που υπάρχεις.
Μαθαίνω να ζω τις ώρες της σιωπής σου, σαν φάντασμα.
Κάθε πρωί σε εισπνέω
και τη νύχτα, κόμπο, κόμπο σε βλέπω
να γλιστράς μέσα από το στόμα μου πάλι.

Μαθαίνω να ξαναγράφω με λέξεις επικίνδυνες.
- Έρωτας, ποθώ, έρχεσαι, απουσία όνειρο -
'Επειτα τις διαγράφω.

Προσθέτω εσένα, λιτό, στιβαρό, δικό μου.
Στεγνώνει πάλι η σιωπή...

Και εγώ μαθαίνω γρήγορα,
να σε περιμένω κάνοντας κύκλους,
μαθαίνω χωρίς φως,
μαθαίνω να σε νιώθω στριμωγμένο στη σκιά
και να με σπρώχνει εκεί, δυνατά, η δική μου επιθυμία.

- Φουσκώνεις μέσα μου.
Κι ανατρέπομαι.

Μαθαίνω να λείπεις.
Έπειτα σκορπίζομαι στο πάτωμα,
σε λυπημένους φθόγγους και
τρυφερά φωνήεντα.

Καμία δραπέτευση.
Ψιθυριστά...

Έπειτα ξυπνούν ξανά οι φόβοι.

Μαθαίνω να αντιστέκομαι μην ξυπνήσω ένα πρωί,
θεραπευμένη, κατάμονη, χώρια σου.

- Και νεκρή.

VENNIS
Καθημερινά περνούν τα χρόνια μας τα ακίνητα.
Κι αχόρταγες ερωτήσεις.
Πρόσωπο, έλεος, ρίγος.

- Ένας έρωτας, πες ένας έρωτας.
Και μια τύψη, πες τύψη.

Τώρα

Είσαι ο άντρας
Φωνή καμία.
Μονάχα λαχτάρα.

- Σκεπάζεις τον κόσμο μου.

Άγριος και τρυφερός, στη φωτιά
μας που σβήνει.

Έρωτας το λοιπόν
Κι ας μη το λες.

Έρχεται και φεύγει.
Αλλά δε γύρισε.

- Αλλά δε γύρισε...



VENNIS

βγαίνω διάφανη,


Με παίρνει ο έρωτάς σου απ' τις φλέβες
στο στόμα σου και με πίνει.
Σ' ένα δωμάτιο άδειο κρεβάτι Τρίτη βράδυ
και βγαίνω διάφανη,
δική σου 
και μόνη στο στρώμα.

Αφήνω πίσω τους φόβους σου
πατημένους 
με τα ρούχα και τις ημέρες
που έλειπες,
σωρό στο πάτωμα.

Σιωπηλά σ' αποδέχομαι,
σιωπηλά.

Πιότερο να μην σ' έχω
παρά να πουν πως μας νίκησαν.




VENNIS

- Έρχεται από μέσα.

 
 
 
Πίστεψέ με: δεν μας γυρεύει τίποτα έξω απο το φόβο.
Υπάρχει εκεί, σταθερός και γκρίζος.
Ελπίδα και πράξη πάνε πάντα μαζί, χέρι χέρι.
Έπειτα αρχίζει η επανάληψη.
Ηττημένοι εραστές, τα "εγώ" ποτάμια που κυλούν, λέξεις που ψαχουλεύουν χώρο.
Κι ο χρόνος, που κλέβει ζωή απ' την τσέπη μας.
Ο κόσμος τότε, χωρίζεται σ’ «εκείνους» σ’ «εμάς» και σε αυτά.

Σαν να λέω πως σε θέλω πολύ και η εικόνα σβήνει.
Μοιάζει με τον λεκέ της μούχλας στον τοίχο ο πόθος.

- Έρχεται από μέσα.











VENNIS

Εφτά ελπίδες.


Η μία επάνω στην άλλη.
Κι ο εαυτός μου με ρυτίδες,
εφτά κι αυτές.
Προσπαθείς να περιγράψεις την αιωνιότητα κι ένα βλέμμα.
Ίδια βήματα,
ίδιες γωνιές που παρατήσαμε τα όνειρα.

Αργότερα απο το ποτέ, δεν υπάρχει.
Ίσως και το πουθενά.

- Χαθήκαμε.





VENNIS