Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Άρωμα

Aπόψε θα παίξουμε παιχνίδι.
Δως μου δυο λέξεις που σου αρέσουν˙
τουλίπα διαλέγεις και δελφίνι
υγρές οι λέξεις που μου δίνεις
με κέντρο τους το λάμδα.
Στη θάλασσα που κολυμπάς
περιπλανιέμαι χρόνια
κι απ’ το χώμα που ξεριζώθηκες
πενθώ και περιμένω.
Στο σώμα μου σήμερα διαλύεσαι, λουλούδι
ένας Θεός στο στήθος του
χαμογελά και μας απλώνει.

Τρία συν ενα ερωτικά χαϊκού (Χαϊκού, εικαστικό)



Ο ΕΡΑΣΤΗΣ
είσαι το είναι
στις λόχμες σου γυρεύω 
αθανασία

Η ΕΡΩΜΕΝΗ

είμαι το ειναι
στις λόχμες μου χορεύει 
αθανασία

Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Σπασμο με λενε.
Του ερωτα γεννημα 
Ειναι τι ειναι.

λύτρωση ορθολογιστική.




Ανέκαθεν έβρισκα στο μηδέν μια λύτρωση ορθολογιστική. Παρόλο που μπορείς να φτιάξεις τη διάμετρο όση και το μπόι σου ή ακόμη και τοσοδούτσικη σα ξωτικό κρυμμένο κάτω από δηλητηριώδες μανιτάρι, εκείνο το κυκλάκι ορίζει τη δική του ιστορία. Δεν έχει και γωνιές για να κάθεται κι η σκόνη. Λίγο είναι να μη σκέφτεσαι ακόμη μία υποχρέωση? 
Ανέκαθεν προσδοκούσα ανάταση μορφών. Σκεφτόμουν πως χωρίς το ουδέν, δεν υπάρχουν περιττοί. Μα ούτε και άρτιοι. Ουδέν κακόν, που λέει και ο ήλιος. Μηδένα προ του τέλους, απαντάει η βροχή. Ωστόσο, μαζί με τα καιρικά φαινόμενα οι κύκλοι επανέρχονται. 
_Να, κάπου εδώ ήρθαν στο νου τα μάτια σου.
_Σμαράγδια με κάτι από βυθό.
_Σ’ αγαπώ και θα.
Ανέκαθεν εκλιπαρούσα για βύζαγμα μαμής. Ήθελα να καταγράψω ακόμη μία παραμάνα. Να καρφώσω ένα σταυρό στα χείλη κι ύστερα να κοκκινίσω το πρώτο μου αυτοφυές τετράδιο. Σκούρο μπλε σα το εσώρουχο του αρραβώνα μας. Με ίσιες παραστάσεις, επειδή σου αρέσει η τάξη. Και μ’ ένα σκισμένο κομμάτι άκρης για να θυμίζει φαγωμένη πεθυμιά. 
_Ξεσκίσαμε τις σάρκες μας εν τέλει.
_Αντιλόπη και αγέρας σημειώσατε μηδέν.
_Πόσο λατρεύω το μηδέν.
Ανέκαθεν ζωήρευα την Άνοιξη. Να υποθέσω πως ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φθόνο? 
Μπα. Θα αρκεστώ στο «ο» της λανθασμένης ορθογραφίας του «ω». 
Είναι κι αυτό μια από/φαση.
.

ΜΟΙΡΑ





Ιάτειρα αρχαίων πληγών
γυμνή αγκαλιάζω
πανοπλίες ψυχών
μέχρι να λιώσουν
και χάνομαι
στο μονοπάτι
του ήλιου
με το σίδερο
να καίει
το κορμί μου.

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ




Με σημαδεύει
ανάμεσα στα μάτια
η Πανσέληνος

στο στενό μονοπάτι
που χάραξε η ως τώρα ζωή
δυο γραμμές στο μέτωπο

το ξαναδιαβαίνω αργά
όσο κρατάει το πρώτο τσιγάρο

Ξημερώνει.



ΛΟΓΟΣ




 
Ρακένδυτος
περιφέρεται ο λόγος μου
ενεδρεύει και ιχνηλατεί
σύμπαντα φθόγγων
να κοινωνήσεις
τον ιχώρα τους
πριν στερέψει
η φωνή μου.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Το τελευταίο αντίο.....


Τα μάτια σου...δυο σταγόνες απλότητας και αλήθειας μαζί!
Έκρυβαν μέσα τους όλη την αγάπη και την καλοσύνη αυτού του κόσμου...
Τα χέρια σου...φτερά αγγέλου...μια αγκαλιά για όσους είχαν την ανάγκη σου...
Τα λόγια σου...ειλκρινά και λιγοστά σαν ψίθυρος αγάπης...
Κι όμως, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να σε κρατήσουν εδώ...κοντά μας...
Έφυγες σίγουρα για έναν κόσμο πιο όμορφο, πιο μαγικό...χωρίς πόνο, θλίψη, προσμονή...
Ήσουν ενας άγγελος που ζούσε ανάμεσα σε ανθρώπους...τώρα πιά είσαι ενας άγγελος που ζεί ανάμεσα σε αγγέλους...
Μη μας ξεχάσεις Κύριε Μιχάλη...
Γιατί όλοι εμείς εδώ θα σε θυμόμαστε...
Και θα μας λείπεις...πολύ...
Καλό ταξίδι αγαπημένε...!!

Μπορεί να μην ήμασταν οικογένεια αλλά εγώ αισθάνομαι ορφανή...μια φωτογραφία μας πάνω στην βιβλιοθήκη του δωματίου μου στέκει εδώ και δεκαπέντε χρόνια...να μου θυμίζει την αληθινή πλευρά τον ανθρώπων.
Υπήρξες ειλικρινής και καλόκαρδος...εύχομαι εκεί που πάς να μην πονάς πια και να είσαι ευτυχισμένος...
Να είσαι σίγουρος πως το ήθος σου και την σεμνότητα σου
θα συνεχίσουμε να τα έχουμε οδηγούς στην ζωή μας..
Ο χαμός σου είναι αβάσταχτος αλλά η παρουσία σου θα είναι για πάντα αισθητή...
...εύχομαι να μπορούσες να δεις πόσο πολύ μας έχεις λείψει ήδη...
Σε αγαπώ πολύ και ξέρω ότι ήταν αμοιβαίο..
Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση.



Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Αερικό

Αερικό




στο ταβάνι πάντα συναντιέμαι
στο ταβάνι μου εξομολογούμαι
με γεμίζω και μ' αδειάζω - πεταλούδες αλκαλικές ν' αντέχουν στη φαντασία -
..έτσι...στις σύντομες αποχωρίσεις μου..στάζει την υγρασία του - δίδυμη των δακρύων μου, κι εντυπωσιάζει τη βροχή.
Να περπατώ ξαναμμένος ουρανός - δράκος τα βράδια και
να φυσώ αγέρηδες για να φουντώσω τρικυμίες..
Στις αποδράσεις μου, συχνές φορές, ο διαχρονικός μου έρωτας θηλάζει κεραυνούς. Δεν είναι τυχαίο που στο δωμάτιό μου πάντα αστράφτει..

το όμορφο ταξίδι (άντε γεια -!-)


Ανατρέπω τη στασιμότητα
Και φεύγω
Όταν θα βλέπεις τον καπνό μου –
Όλοι καπνίζουν πηγαίνοντας –
Μην ξεχαστείς: Να μου σφυρίξεις..
Με αποθέωσες αποσιωπώντας με
Μα δε βαριέμαι να βαδίζω
Ακόμα και τρεκλίζοντας
Ντουμανιάζω το σύμπαν, που
Μύρισε νωθρότητα
Κι αν θα με ξαναδείς
Γράψε μου να χαρείς -!-
Έτσι, για το φιλότιμο
Που ποτέ σου δεν είχες, και
Ούτε ποτέ σου θ’ αποκτήσεις
Πρόσεχε μόνο το κονάκι σου,
Τα ξέφτια του θρόνου σου, που
Απήγγειλες την επανάστασή σου
Κι αν σου καταπιεί,
Στο καταπίνει αδερφέ,
το γείσο της καρδιάς σου,
η αγία τράπεζα της μιζέριας σου..
Κράτησε τότε, έστω, ένα παράθυρο
Να  καθρεφτίζεσαι στο δείλι
Και να νιώθεις κάτι,
Τέλος πάντων, κι εσύ…

Κάνε μου τη χάρη -!-

Κάνε μου τη χάρη -!-

 Αναμένω την ενηλικίωση 
του παραδείσου, 
για να μπουκάρω 
στην κόλασή του.
Σε άλλη απόσταση,
ξεχνιούνται οι χειμώνες -
ακινητοποιημένα φονικά
παραπλανημένων ανοίξεων -
Δε σημαίνω κάτι,
ούτε εξέχουν οι ρυτίδες μου
Κρατώ ηλικίες απόψεων
θανάτους, και
ρόδα.
Να ξεστρώνω νέφη
για της τάξης την αποκτήνωση.
Και το Δύο το λύνω
με μαχαίρι.
Απλό το ξεφάντωμα
της θέλησής μου.
Τότε,
ρέει βρόχινα ο χρόνος
Σκίζω τις πυτζάμες μου 
Ταλαιπωρημένες βάρκες
τα παπούτσια μου
στην εξήγηση των μυστικών
Μόνο με τα παπούτσια
λοιπόν
κοιμάμαι
Διέγραψέ με
απ' τους σημαίνοντες
των ορειβατικών σου -!-
Θα εξυπηρετήσεις, έτσι,
τους ύπνους μου  ________

των Άλφα

των Άλφα





Γεννήθηκα
με το ασύδοτο του θανάτου -
φορτίο στους ώμους
Και πεθαίνω
καρφωμένη ζωή
στο απερίγραπτο του σταυρού.
Θα φύγω
σπασμένη αλυσίδα
σε στάλα βροχής
για να βιώσω
τον ίλιγγο του καρφιού
στο λύγισμα της πληγής.
Στο στέκι του Άλφα
μοιράζω κεραυνούς -
μοιάζει εξαΰλωση
των συμβάντων.
Οι φυλακές πιάνουν βοριά.
Άκουσα πολύ, κι
επιλέγω γέρας κενού
με την πληρότητα
των νερών. 
Ήδη γνωρίζω
τη συντριβή των γολγοθάδων
στην επέλαση του ανθρώπου,
και της ανάστασης
τη βυθισμένη φυγή.
 

μοναδικέ μου -!-

μοναδικέ μου -!-


Έρχεται η Ώρα λαχανιάζοντας
Ξυπνούν οι Νεκροί
Θα σε σηκώσουν σκονισμένο
κι έρμαιο της κατοχής σου
Ευθύνες θα σου ζητήσουν
Θα ΄ναι η ώρα
που τα σκυλιά θα γρυλίζουν
Τ' αλόγατα
θα σου συντρίψουν,
καλπάζοντας, το φόβο
Σου πέφτουν οι μάσκες -!-
Εκπαραθυρώνεις τις εντάσεις σου
Τις στάσεις σου πατάς
Ξεδιπλώνεσαι
ξετυλίγοντας μια φέτα ψωμί
Δικιέ μου, μοναδικέ
σου είπα-;-
Εκείνος, που
σκουντούφλησε τη Νύχτα,
κι άναψε σπίρτο
στη βενζίνη του τίποτα
είσαι που μοιάζεις
με το διέξοδό σου
Μια γέννα ακόμα
στο ωραίο σου αύριο
Έλα -!- Μη μασάς -!-

μυστική Στιγμή




Έσκιζα τα σάλια
σε πυρωμένα χείλη,
του απόλυτου Ένα,
μέσα στη διχοτόμηση
του ανυπόφορου Δύο
με πυρετό καλπάζοντα
στον άγνωστο αριθμό
Ο γύρος του θανάτου
στο μαυρισμένο φόντο
Αιμάτινος θεός
κάρφωσε τα δόρατα –
σφραγίδα.
Τ’ αγρίμια 
λαχανιάζουν δέος.
Ατελεύτητα σάρκινα
τα ποιήματα
των αγαλμάτων.
Έτσι οι διαχρονισμοί,
αν κι απόκοσμοι
κομματιάζουν το επίπεδο
σε τέσσερα αναφιλητά –
να μπορείς να βαδίζεις
το πάτωμα,
να λαξεύεις τοίχους,
και να συνθλίβεσαι
στο ταβάνι -
Προσομοίωση του τοκετού
Στο σύμπαν,
έτσι, ξαφνικά ________

θύελλα



Κάποτε
περιπλανώμαι
οριζοντίως σαρκαστικός
αφ’ εαυτού, που
συνέτριψε
αποκαλυπτηρίους
πίδακες
εποχής νηπιακής
Μοιάζω χλευαστικός
σε γονυπετής υστερίες –
ασυγχώρητα ασίγαστες.
Κάποτε
ενθυμούμαι δυο
κουρδισμένα χέρια –
παιδικά ακόμη –
σε πλήκτρα ακορντεόν
που καταρρέουν άξαφνα
ανήλικη ηθική –
μπούμερανγκ βαλς
κάτω από ένα κάποιο
ρολόι στρογγυλό  -
αυτόπτη μάρτυρα τοίχου
Μετά
ο ίδρωτας λαχανιασμένος, να
ορίζει το μετέπειτα -
ακόλουθος πληρωμένος
με μοτοσακό αντίκα
στην επιστροφή
από την εξορία.
Κυκλοφορώ κάποτε
στο βλέμμα σου
Εισπνέω το βλέμμα
του
βλέμματός σου
Αφή νιώθω
υφή
εξερευνώ
πετώντας τη γλώσσα –
εκρηκτικό στις
ασίγαστες ώρες σου
Και
ξετυλίγομαι -
παρεμπιπτόντως διάτρητος
π’ ανεμίζει ο άνεμος
τον καπνισμένο λυγμό μου.
Μια νύχτα
την περασμένη νύχτα
στο βυζανιάρικο ξημέρωμα
σου χάρισα την οδό μου –
περιπλάνηση αγία κι
ανυπόδητη
στην καθήλωση της κόλασης.
Τα καρφιά μου ατσάλινα
με δίχως απόταξη
του πόνου.
Η οθόνη
μοιάζει ομίχλη ερωτική
πριν τη βροχή
μετά την καταιγίδα
και
μέσα στη δίνη
τραγικών χορών.
Ο χάρτης
γιασεμόκηπος
Είναι οι θύελλες
που αστράφτουν
φωλιές
πέρα από τα μάτια
τ’ αλκοολικά
κι ας μην ξεθύμαναν
οι νύχτες.
Είναι που θέλω
να ορίζω τις
αβύσσους μου
και μέσα στις αστραπές
και σκίζοντας
το χάος
Ένα χάρτινο κουβάρι
οι ανάσες
και οφείλω
να αποτάξω την
εξέλιξη της σύνδεσης
των γραμμάτων
Χίλιες ακόμα αγκαλιές
και
σου είπα: σε κυκλοφορώ
μνήμες  -
και σκαλοπάτια
άμπωτης, έτσι
να μου γελάς
και να μεγαλώνω  ______________ Προμηθεύς Πυρφόρος

Ατομική μου Ενέργεια



Τα έξοδά μου όλα,
Ο πλειστηριασμός της ζωής μου ∙
Μια πανάρχαια σκούφια,
Που κρατούσε τους χειμώνες μου
Όλο ανοιχτούς,
Με στέγαστρο ανάμνηση
Στα άδεια μου μάτια,
Και οπές ατίθασες,
Να δείχνουν το χάος
Στηρίζοντας την αποστολή –
Απόσπαση κραυγής,
Μ’ απόταξη νου,
Όταν
Επιτάσσονται τα κουρέλια
Που εξυψώνουν τον Άτρωτο
Με πυξίδα μυαλό
Απομαγνητισμένης ισχύος,
Σε τοπίο ουτοπικό,
Όταν η πάλη με
Το ακατόρθωτο
Τρέλανε τα στημένα –
Παίγνια επίγεια
Μαθηματικής επικάλυψης
Και
Κλονίστηκε το εσώτερον
Για να με βρεις
Να σε αναγνωρίσω
Μέσα σε μύρια είδωλα –
Μάσκες ανεξάντλητες
Περαστικών σκαλοπατιών.
Μετά τη συντέλεια
Σε πήρα στο κύμα
Σκαρώνοντας το επόμενο
Σκαρί των αιώνων μας
Με λιονταρίσια χαίτη
Και αφή της τίγρης
Στο κάτοπτρο
Των φιλιών.

ξΗΜερώνει

ξΗΜερώνει



Κι ενώ μου μιλούσαν τα μάτια σου, γέμιζα ουρανούς. Τ' ακροκέραμα φιλιά μου, ασύνοροι σταθμοί στα ξεφαντώματα της ομίχλης σου.  Κι ενώ μου μιλούσες για εξέγερση, εκρηκτικά τα σπλάχνα μου πυροδοτούσαν τη Νύχτα. Ίνες η Νύχτα έστεκε σχισμή - εμπνευσμένα χείλη του Αύριο. Εδώ, δεν υπήρχε κανείς εκτός απ' την Ανάσα, κι εκεί, το τώρα του Όνειρου. Δεν έμενα. Πετούσαμε. Δε μέναμε. Χανόμουν. Στρόβιλοι αχόρταγοι, τα δευτερόλεπτα χέρια σου, μετρούσαν Νίκες Αχών, στην κουκίδα που χαράζει την Αρχή. Ευθείες του Απείρου, οι αχτίνες μας, ποδηλατούν στους αιθέρες. Πάνω απ' τον Πόλεμο, και μέσα στη Φωτιά, μιλώ για πρώτη φορά, με την έμπυρη εμπειρία, την από καταβολής. Είναι, μάλλον, που πάντα τα βράδια έβρεχα γράμματα, στα κάτοπτρα μυστικών συνευρέσεων, κι έγραψα ιστορία, περιγράφοντας την άβυσσο. Εσύ έτρεχες να σώσεις το μεθυσμένο  κορίτσι, που διαλαλούσε ρίγη ενοχικής εποχής. Όπως και να ΄χει, στην αυλαία, τα κουτάκια της μπύρας θύμιζαν βαγόνια, κι εμείς μεθύσαμε με θύμηση φυγής. Στο τέλος, νύσταξε το χτες, τα περιπολικά ανατράπηκαν, και πήραμε τα όπλα, για την αποκατάσταση των χρωμάτων. Κάτω, τα δειλινά ζευγάρωναν με την τρέλα, και πάνω, τα χείλη μας έσμιγαν με την αυγή.
Ναι, ξΗΜερώνει. Καλημέρα -!-

________ Προμηθεύς Πυρφόρος _________

Αντίο αγάπη διχασμένη - Πυξ Λαξ

"Αντίο αγάπη διχασμένη"


λέω, θα φταίει το φεγγάρι. (που δεν μπορώ απόψε να κοιμηθώ)
μα η εντολή ήρθε τελεσίδικη: ΟΧΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΩΡΑ!
στον οίκο ανοχής, να μην το πω αλλιώς..(να κρατήσω εδώ το επίπεδον)...οι πόρνες απόψε πήραν φωτιά. υπερκατανάλωση ειδήσεων, μαύρων, και κατακίτρινων. πήραν φωτιά τα πατώματα. τα στρώματα, οι πολυθρόνες (τους καναπέδες τους αποσιωπώ..να κάνω κι εγώ τη διαφορά με κάτι)
για την τιμή της ανάπτυξης οι λεβέντες σφάχτηκαν στο μπουρδέλο (εδώ δεν μπορώ να κρατήσω το επίπεδο) του συστήματος
οι οπαδοί απογοητεύτηκαν (αλήθεια υπάρχουν ακόμα οπαδοί;). πότε θα κουνήσουν σημαιάκια;
____________ πάντως οι κάδοι αδειάζουν στο πι και φι. οι σκουπιδιαραίοι δεν έχουν και πολύ δουλειά τώρα. έτσι εξηγείται που δε θα έχουν να λαμβάνουν πλερωμή.
και κάτι ένα ακόμη, για να μη το πολυπαιδεύω: αν δεν πιάσεις τον κασμά, χωράφι δεν οργώνεται. τέλος. οι εκλογές, μας σάλεψαν. ε, δεν τις λογαριάζω.
πάω να ονειρευτώ τον Πάπα του Βατικανού τώρα. Έχει πολλά μυστικά αυτός.
τρελάθηκα λες; μπορεί. όμως νιώθω καλά. Θέλω κι άλλα μέτρα! Όσο πιο πολλά, τόσο περισσότερο ονειρεύομαι! γεια τώρα! α, ξέχασα.. :) Προμηθεύς Πυρφόρος. Χαιρετίσματα στην εξουσία! στοπ.

Philip Glass - The Kiss (HD)

δίνη



Με δάχτυλα σάλπιγγες
γρυλίζω στη σάρκα σου
Τη θεωρία σου
καυτηριάζω με φιλιά
Πυγμή υδάτων
χύνω απερίγραπτα
βροντές κατακλυσμών
από λατρείες άβατες
αιώνες πεινασμένες
Αρμαγεδώνα  οίστρος
στο απέραστο σύμπαν σου
Μαρτυρώ εποχές
που ντουμανιάζουν τα όλα
στο αχόρταγο των ονείρων
Να θέλω κι άλλο
να σου γκρεμίζω θυρεούς
και λάβαρα
Κάστρα να σου παίρνω
σα μανιασμένος λύκος
που τον ξελόγιασε
η σελήνη του
Σα θωρηκτό
που σπάει τοίχους
μ' ατσάλινες αντισεισμικές
περιφρουρήσεις.
Μόνο το περιβραχιόνιο φορώ
να μου θυμίζω πόλεμο ιερό.
Μέσα,
οι μύθοι σου καταρρέουν
για τη λατρεία του ανεξέλεγκτου
τη στιγμή της απύθμενης δίψας
Έξω χρόνου κενό. Απρόσιτη ώρα.
Μόνο οι ιππότες επιβιώνουν
Ο κόσμος απόψε
τρελάθηκε στα μάτια σου.
Κι ύστερα λες,
αργεί ο κόσμος
ν’ αλλάξει..

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ - SADAHZINIA & B.D. FOXMOOR

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ



Νεκροθάφτης η Απραξία σου.
Το πλήρωμα της ζωής σου∙
Άβουλες ματιές.
Συστημικός συλλέκτης «αχ» και «βαχ» -
Άντε και κάποιο λάβαρο
Για ξεχαρμάνιασμα των παιδικών σου φιλιών -
Δεμένα με καραβόσκοινο φτερά.
Περπατάς σκυφτός –
Τσαμπουκάς λόγων
-          Με λόγια δεν πηδάς -!-
-          Παραμυθιάζεις τις ερωμένες σου
Καρφωτά ιδεογράμματα
Συγγράμματα υποταγής
Με φλέβες γριές
Και μπότοξ συρραφής απόγνωσης –
Στα κελιά της ντροπής σου -
Να μοιάζεις γενικώς
Και γενικά να μοιάζεις. Προσομοιάζεσαι.
Ό,τι κοιμήθηκες -
Εφιάλτης σου.
Ράβεις, γαζώνεις
Σάβανο παρηκμασμένο
Να δείχνεις
Να λες
Λόγια όμοια
Περιφερόμενος επιτάφιος
Με λιβάνια κι εξαπτέρυγα
Για να ΄χεις το άλλοθι
Του ασθενούς ή
Του κουρασμένου οδοιπόρου
Κι ακόμα
Τον ύπνο του ναυτικού –
Όταν συλλαμβάνει την απιστία
Της γυναίκας του
Για να ΄χει διεύθυνση
Το γράμμα του.
Στην επόμενη γενιά
Αφήνεις τις νύχτες
Ένα στίχο –
Να έχουν τη γενειάδα σου
Να φαντάζεις.
Είσαι απύθμενος νεκρός
Κι ας το τηλέφωνο ηχεί
Στα  ραντεβού σου συνδράμεις πάντα -
Οκέι συναθροίσεις σου.
Όμως να πηδήξεις το φράχτη
Σκαλώνει το ρήγμα σου
Οκλαδόν και βάλε
Επαναστάτης του «βάλε»
Με βολές σου άστοχες,
Καλύτερα άστοργες
Το σπέρμα σου στον τοίχο
Μορφώνει «παρά»
Παραπέντε και παραένα
Θα ήσουν κάτι από ΄Κείνον
Παραμισό και ξέχασες.
Τέρμα. Στον επόμενο. __

στο παράθυρο σου το τρένο μου

στο παράθυρο σου το τρένο μου



Ό,τι θυμάμαι απ’ τους σταθμούς μου,
το περιττό τους ανάστημα –
νούμερο αλήτικο και
περιπλανώμενη συγκομιδή -
φωτοφοβίας σύνδρομο
απ’  την απόρριψη της κατοχής μας.
Κι ό, τι συνόδεψε τη βαλίτσα μου –
ένα ζευγάρι γάντια με νύχια μελανά –
Βαρύς ο φόρτος του γαντζώματος
στο θεατρικό φιλί,
που διατάσσει να μείνω
Γι’ αυτό τρέχω πάντα μακριά
αφήνοντας το φουλάρι μου
να στεγνώνει δάκρυ
όταν δακρύζουν τα σκαλοπάτια
που έστερξαν πάθος
μονόπλευρα δόλιο
κι αντίπλευρα πάθος πάθος.
Κι ύστερα ακόμη πνέω
φουγάρο και κόλαση.
Με γκάζια αναμμένα στο όλο
πατημένα φώτα βροχής,
να μη βρέχομαι
να κρατώ χαϊδεύοντας μόνο
κάτι της σελήνης,
ενώ το άσμα που κάλεσα
αιμορραγεί,
αιμορραγούν οι νύχτες
που οι γλάστρες δίψασαν πολύ.
Βυθίζοντας το δάχτυλο στο χώμα –
είναι ο δείχτης της καρδιάς –
ποτίζω με κόκκινο βαθύ.
Ένα ταξίδι είναι
απ’  το βλέμμα
μέχρι την κόλασή σου,
κι από την κόλαση
ως τ’ ακροδάχτυλα. Μη φοβηθείς -!-
Ένα ακόμη βαθύ
φιλί του όνειρου,
ίσως και κάποιες δαχτυλιές
λαδομπογιάς του «θέλω»
τα βράδια που ξαγρυπνούν οι δαίμονες
στα μινόρε των δισταγμών σου.
Εσύ κοιμήσου πλεξίδα τις ώρες.
Κουράστηκες πράσινο στα φθινόπωρα
και κύλησε κίτρινο το χρώμα.
Γλύφω χρώμα
εκρέοντας στο παράθυρό σου
τρένο και όραμα.
Ένα σφύριγμα ακόμη
κι οι ράγες ξεδιπλώνονται
βαλίτσα και άγγιγμα.
Άγημα η ζωή σου
στο μαύρο μου.
Είναι μαύρο κι αυτό το ταξίδι μου,
από την κόλαση
μέχρι την καταιγίδα.
Κάπως έτσι
έμαθα να παίζω γκαζές
τους παραδείσους
και να τους γεύομαι.
Με λίγα λόγια
αλητεύω αλήθειες στα φρούριά σου
τα φιλιά μου,
να επιστρέφεις πάντα
ακόμη και αργά κι
ακόμη παντού._

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Υποταγμένοι στην Δύναμη της Αδυναμίας



Μια φορά κι έναν καιρό...
ήταν ένας λύκος του βουνού και του δάσους.
Ελεύθερος έτρεχε στην φύση πότε με την αγέλη πότε μόνος. Απόμακρος πολλές φορές και άλλες κοινωνικός με τα άλλα μέλη της φυλής του. Άγριος στο πνεύμα. Ακόμη κι ο αρχηγός της αγέλης δύσκολα του επέβαλε την κυριαρχία του. Μάλιστα... αν δεν σεβόταν ο ίδιος την ιεραρχία θα μπορούσε με άνεση να την διεκδικήσει και να την κερδίσει. Τις νύχτες τους αποχωριζόταν και άραζε μονάχος σε κάποιο ξέφωτο για να κοιτά τον ουρανό και το γλυκό φεγγάρι. Πόσα όνειρα και επιθυμίες άραγε περνούσαν σαν εικόνες μπροστά από τα μάτια της ψυχής του..? Κι έτσι.. με αυτές τις εικόνες τον έπαιρνε ο ύπνος ο σύντομος μέχρι να έρθει το ξημέρωμα που θα επέστρεφε στην αγέλη για να λάβει μέρος στην καθημερινότητα των νόμων της φύσης και των ίδιων.
Κάποια μέρα όμορφη, αγκαλιασμένη από του ήλιου το φώς.. Ο λύκος ο ακυβέρνητος βόλταρε μόνος του στο δάσος. Ήρεμος καθώς παρακολουθούσε την ζωή να κυλάει αρμονικά, άκουσε κλάματα μικρού παιδιού.. Έτρεξε προς την πηγή του κλάματος και κρύφτηκε πίσω από τις μεγάλες φυλλωσιές. Κοιτούσε από εκεί το μικρό αγόρι να σπαράζει στο κλάμα. Το περιεργαζόταν από μακριά και δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Να το πλησιάσει...? Κι αν ήταν κάποια παγίδα των ανθρώπων..? Μέσα στις σκέψεις του που ψάχνανε μια τελική απόφαση.. είδε το αγόρι να χάνει τις αισθήσεις του και να σωριάζεται στο χώμα. Οι νόμοι του το έλεγαν ξεκάθαρα... ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ !!!
Για τον λύκο όμως... ήταν ένα μικρό παιδί χαμένο και φοβισμένο στο δάσος. Σίγουρα αν το άφηνε εκεί μονάχο, δεν θα ζούσε περισσότερο από μια μέρα. Όλο και κάποιο άλλο αγρίμι θα το έβρισκε με όχι και τόσο καλές διαθέσεις... Ακόμη κι αν δεν γινόταν τροφή για κάποιο αγρίμι, σίγουρα δεν θα άντεχε στην πείνα και στο κρύο καθώς θα έπεφτε η νύχτα. Το παιδί δεν είχε καμιά ελπίδα.
Ο λύκος έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του και τις επιλογές του. Ο αρχηγός του θα αποδοκίμαζε την οποιαδήποτε βοήθεια προς το παιδί. Κανένα μέλος της αγέλης δεν θα πρόσφερε βοήθεια στο παιδί ακόμη κι αν το ήθελε. Το ένστικτο απέναντι στους ανθρώπους ήταν πάντα τρομακτικό. Όμως.. θυμήθηκε κάποιες ιστορίες που του έλεγε ο θείος του. Για την σωτηρία ενός μικρού κοριτσιού από τον ίδιο όταν ήταν νέος. Και πόσο μεγάλη και ζεστή φιλία είχαν δημιουργήσει οι δυό τους. Άρα ο άνθρωπος και ο λύκος θα μπορούσαν υπό καλές συνθήκες να είναι και φίλοι. Μπροστά του είχε ένα απροστάτευτο παιδί.. Πόσο κακό θα μπορούσε να του κάνει αν του πρόσφερε βοήθεια...? Οι σκέψεις του λύκου έφτασταν στο αποκορύφωμα τους...







Εκείνος ήταν ο λύκος ο ακυβέρνητος. Αυτός που δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμη και με τον αρχηγό όταν ήξερε να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Ατρόμητος αλλά και σοφός. Και μπροστά σε μια τέτοια περίπτωση.. ήταν η ευκαιρία που έψαχνε και ονειρευόταν πολλές φορές τις νύχτες... Θα οδηγούσε το παιδί πίσω στο σπίτι του και συγχρόνως θα γνώριζε νέους τόπους και νέα ζωή.
Ο λύκος το αποφάσισε...
Πλησίασε αργά-αργά το αναίσθητο αγόρι. Πλησίασε την μύτη του στο πρόσωπο του να πάρει καλύτερα τις μυρωδιές του. Το αγόρι μισάνοιξε τα μάτια.. Ένας κρότος μέσα από έναν θάμνο τάραξε την φύση. Κι ο λύκος άψυχος στο χώμα πέφτει. Το αγόρι χοροπηδά και γελά κι ο κυνηγός μπαμπάς του το καμαρώνει... Έξυπνος ο μπαμπάς... Είχε ακούσει κάποτε από την μητέρα του ότι την είχε σώσει κάποτε ένας λύκος... Αν την έσωσαν εκείνη μια φορά γιατί να μην το κάνουν και με τον γιο του...? Και ορίστε η παγίδα... που θα φέρει λεφτά πολλά από την γούνα και το κρέας του ξεγελασμένου λύκου...


- Υπάρχουν άνθρωποι που θα τρέξουν να βοηθήσουν πριν έρθει η πρώτη σκέψη διασταγμού. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα πέσουν θύματα μιας παγίδας εκμετάλευσης. Μπορεί να είναι υπερήφανοι, άγριοι στο πνεύμα και με καθαρή δυνατή ψυχή. Όμως αδύναμοι μπροστά στο αδύναμο. Θα απλώσουν το χέρι να βοηθήσουν αμέσως. Κι αυτό το χέρι, δεν θα σκεφτούν ποτέ.. αν είναι ταγμένο να τους ρίξει στον γκρεμό. Αυτό τι πάει να πει...? Πως πρέπει να προσέχουν περισσότερο...? Να περιμένουν να δουν αν το θύμα που ζητάει βοήθεια θα πέσει ή όχι...? Κάνουν αυτό που κάνουν με κάθε κόστος. Κι αυτή είναι η διαφορά τους ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους.
Μόνο.. αν πέσουν.. τότε ο "έξυπνος" που θα τους ρίξει ας εύχεται να μη ξανασηκωθούν. Ας φροντίσει γι'αυτό. Γιατί αν τύχει και καταφέρουν και σηκωθούν...



Καλή Εβδομάδα